Η λέξη καμαριέρα έχει απώτερη ελληνική καταγωγή, είναι αντιδάνειο δηλαδή. Η λέξη καμάρα υπάρχει στον Ηρόδοτο. Δίνω την αγγλική μετάφραση της παραγράφου (που περιγράφει διάφορα άσεμνα) και, αν υπάρχει κάπου ελληνική μετάφραση που δεν θα σας είναι δύσκολο να κοπιάρετε, θα είναι ευπρόσδεκτη:
Η καμάρα εδώ («ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρῃσι ἐλάσασαι πρὸς τὸ ἱρὸν ἑστᾶσι») είναι η σκεπαστή άμαξα (covered carriages στη μετάφραση), αλλά, από διάφορες σημασίες σε σχέση με θόλο, τον 1ο αιώνα π.Χ. επικράτησε η σημασία «θολωτό δωμάτιο», η οποία πέρασε στα λατινικά σαν camera. Η λατινική φράση in camera περιγράφει υποθέσεις που δικάζονταν όχι ενώπιον ακροατηρίου αλλά, παλιά, στο γραφείο του δικαστή (στα αγγλικά: in chambers), σήμερα «κεκλεισμένων των θυρών» (όπως πληροφορούμαι ότι θα γίνει η δίκη του Σ-Κ). Αργότερα, από τον σκοτεινό θάλαμο (camera obscura) φτάσαμε στη φωτογραφική μηχανή camera, που γύρισε στα ελληνικά σαν τηλεοπτική κάμερα.
Ενώ η λατινική camera γινόταν camara και επέστρεφε σε μας ως κάμαρα και κάμαρη και καμαράκι και καμαρούλα μια σταλιά, η καμάρα έπαιρνε τη σημασία της αψίδας. Από την άλλη, στα γαλλικά το δωμάτιο γινόταν chambre (βλέπε ρομπ ντε σαμπρ) και στα αγγλικά chamber (θάλαμος, θαλάμη όπλου, επιμελητήριο, τμήμα του κοινοβουλίου, π.χ. upper chamber άνω βουλή, chamber music μουσική δωματίου, chamber pot δοχείο νυκτός —δεν γράφω το λαϊκό για να μην τα χαλάσουμε στην ορθογραφία— κ.λπ.).
Στο Ετυμολογικό του Κέντρου Λεξικολογίας γράφει κάποια άκρως ενδιαφέροντα για το καμάρι:
Δεν τελειώσαμε όμως με τις λέξεις που μας ήρθαν από την κάμαρα.
Στα γαλλικά αυτοί που μοιράζονταν τον ίδιο θάλαμο ονομάστηκαν camarades (και comrades στα αγγλικά) και νά η λέξη για τους συντρόφους (όχι τους παρτενέρ, άγιε).
Η ισπανική camarilla, που σημαίνει «καμαράκι, αντικάμαρα, αντιθάλαμος», μας έδωσε την καμαρίλα για τα άτομα που περιβάλλουν κάποιον ισχυρό, έναν ηγεμόνα, και τον επηρεάζουν παρασκηνιακά — μια πολύ ταιριαστή λέξη, αφού ριμάρει με διάφορες κακόσημες σε –ίλα, π.χ. σαπίλα, ξεφτίλα. Στα χρόνια του βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδου Ζ΄ η καμαρίλα περιέγραφε τους μυστικοσύμβουλους του βασιλιά που συσκέπτονταν και συνωμοτούσαν στον αντιθάλαμο (μέχρι που έκαναν… αντικάμαρα και τον ανέτρεψαν).
Το καμαρίνι των ηθοποιών είναι από βενετσιάνικο υποκοριστικό camarin, όπως και ο καμαρότος από βενετσιάνικο camaroto για τον θαλαμηπόλο. Από εκεί μας ήρθαν και ο καμαριέρης και η καμαριέρα. Δεν μπορώ όμως να μην επαναλάβω το τραγούδι του Σαραντάκου από το άλλο νήμα.
Η ταμπακιέρα σε νέα εκδοχή
Γιατί τη στρίμωξα αυτή την καμαριέρα,
το μεσημέρι πονηρά που είχα σκεφτεί
και τώρα θέλουν όλοι να με κάνουν πέρα
αχ, τι τη στρίμωξα την καμαριέρα αυτή;
Την καμαριέρα αυτή δεν έπρεπε να πάρω
κι όταν το σκέφτομαι πικρά μελαγχολώ
και μες στο φρέσκο δεν μου φέρνουνε τσιγάρο
να ξεθολώσει πια λιγάκι το μυαλό
Ποτέ μου τώρα δεν θα δω μιαν άσπρη μέρα
είχα μιαν έμπνευση απερίγραπτα χαζή
κι ίσως μου σπρώξανε αυτή την καμαριέρα
στις εκλογές για να νικήσει ο Σαρκοζί!
Άσκηση: Γράψτε μια σύγχρονη ιστορία με τις λέξεις-κλειδιά αυτού του σημειώματος.
Now the most shameful of the customs of the Babylonians is as follows: every woman of the country must sit down in the precincts of Aphrodite once in her life and have commerce with a man who is a stranger: and many women who do not deign to mingle with the rest, because they are made arrogant by wealth, drive to the temple with pairs of horses in covered carriages, and so take their place, and a large number of attendants follow after them; but the greater number do thus,—in the sacred enclosure of Aphrodite sit great numbers of women with a wreath of cord about their heads; some come and others go; and there are passages in straight lines going between the women in every direction, through which the strangers pass by and make their choice. Here when a woman takes her seat she does not depart again to her house until one of the strangers has thrown a silver coin into her lap and has had commerce with her outside the temple, and after throwing it he must say these words only: "I demand thee in the name of the goddess Mylitta": now Mylitta is the name given by the Assyrians to Aphrodite: and the silver coin may be of any value; whatever it is she will not refuse it, for that is not lawful for her, seeing that this coin is made sacred by the act: and she follows the man who has first thrown and does not reject any: and after that she departs to her house, having acquitted herself of her duty to the goddess, nor will you be able thenceforth to give any gift so great as to win her. So then as many as have attained to beauty and stature are speedily released, but those of them who are unshapely remain there much time, not being able to fulfil the law; for some of them remain even as much as three or four years: and in some parts of Cyprus too there is a custom similar to this.
http://www.gutenberg.org/files/2707/2707-h/book1.htm
http://www.gutenberg.org/files/2707/2707-h/book1.htm
Η καμάρα εδώ («ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρῃσι ἐλάσασαι πρὸς τὸ ἱρὸν ἑστᾶσι») είναι η σκεπαστή άμαξα (covered carriages στη μετάφραση), αλλά, από διάφορες σημασίες σε σχέση με θόλο, τον 1ο αιώνα π.Χ. επικράτησε η σημασία «θολωτό δωμάτιο», η οποία πέρασε στα λατινικά σαν camera. Η λατινική φράση in camera περιγράφει υποθέσεις που δικάζονταν όχι ενώπιον ακροατηρίου αλλά, παλιά, στο γραφείο του δικαστή (στα αγγλικά: in chambers), σήμερα «κεκλεισμένων των θυρών» (όπως πληροφορούμαι ότι θα γίνει η δίκη του Σ-Κ). Αργότερα, από τον σκοτεινό θάλαμο (camera obscura) φτάσαμε στη φωτογραφική μηχανή camera, που γύρισε στα ελληνικά σαν τηλεοπτική κάμερα.
Ενώ η λατινική camera γινόταν camara και επέστρεφε σε μας ως κάμαρα και κάμαρη και καμαράκι και καμαρούλα μια σταλιά, η καμάρα έπαιρνε τη σημασία της αψίδας. Από την άλλη, στα γαλλικά το δωμάτιο γινόταν chambre (βλέπε ρομπ ντε σαμπρ) και στα αγγλικά chamber (θάλαμος, θαλάμη όπλου, επιμελητήριο, τμήμα του κοινοβουλίου, π.χ. upper chamber άνω βουλή, chamber music μουσική δωματίου, chamber pot δοχείο νυκτός —δεν γράφω το λαϊκό για να μην τα χαλάσουμε στην ορθογραφία— κ.λπ.).
Στο Ετυμολογικό του Κέντρου Λεξικολογίας γράφει κάποια άκρως ενδιαφέροντα για το καμάρι:
Φαίνεται ότι ήδη κατά την ελληνιστική εποχή η λ. καμάρα πρέπει να είχε αρχίσει να συνδέεται με τη σημασία «κάτι το ξεχωριστό, που δηλώνει διάκριση». Υποκοριστικό τής λ. καμάρα είναι το ελληνιστικό καμάριον «μικρό δωμάτιο με καμάρες», ενώ το επίθ. καμαρωτός σήμαινε «αυτός που έχει καμάρες, αψιδωτός». Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έχτιζαν αψίδες για να απαθανατίσουν τους στρατιωτικούς θριάμβους τους, αλλά και για αρχιτεκτονικό διάκοσμο, ως κάτι εντυπωσιακό και ωραίο. Στοιχείο εντυπωσιακό, επίσης, ήταν οι αψιδωτές στοές, οι καμάρες στη ναοδομία στο Βυζάντιο κ.λπ., καθώς και η κατασκευή θολωτών στεγών σε ναούς και κτήρια. Από εκεί ίσως το επίθ. καμαρωτός να πέρασε βαθμηδόν στη σημασία «υπερήφανος», αφού καμαρωτά, δηλ. με καμάρες, ήταν τα σπουδαία κτήρια, δημόσια και ιδιωτικά, όχι τα χαμηλά φτωχόσπιτα (πβ. χαμόσπιτα). Συνεπώς, το μεσαιωνικό ρήμα καμαρώνω, εξέλιξη τού ελληνιστικού καμαρόω «διακοσμώ με καμάρες», μπορεί να απέκτησε ομοίως τη σημασία «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι». Η λ. καμάρι, που μορφολογικά μπορεί να προέρχεται από το ελληνιστικό καμάριον «θολωτό δωμάτιο», δεν αποκλείεται να προέκυψε υποχωρητικά από το ρήμα καμαρώνω, όταν αυτό είχε ήδη αποκτήσει τη σημασία της καύχησης, οπότε να πρόκειται για μεσαιωνικό τύπο που είχε εξ αρχής αυτή τη σημασία. Στήριξη στην υπόθεση τής σημασιολογικής εξέλιξης από τη σημασία «καμάρα, αψίδα» στη σημασία «καύχηση, υπερηφάνεια για κάτι» παρέχει ίσως και το γεγονός ότι στη λαϊκή γλώσσα αφ' ενός η λ. καμάρα χρησιμοποιείται σε σύνθετα όπως καμαροφρύδα, για να δηλώσει την ωραιότητα που προσδίδει σε κάτι η τοξωτή γραμμή τής καμάρας, αφ' ετέρου το μεσαιωνικό καμαρώνω απαντά και με τις σημασίες «χαίρομαι, έχω εορταστική όψη», «θαυμάζω κάποιον για κάτι» και, προκειμένου για άλογα, «κυρτώνω τον τράχηλο (σχηματίζοντας καμάρα)», το δε καμαρωτός σήμαινε επίσης «αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος». Οπότε από το «προκαλώ τον θαυμασμό» πέρασε στο «καυχιέμαι επειδή με θαυμάζουν» και απλώς «καυχιέμαι για κάτι». […]
Δεν τελειώσαμε όμως με τις λέξεις που μας ήρθαν από την κάμαρα.
Στα γαλλικά αυτοί που μοιράζονταν τον ίδιο θάλαμο ονομάστηκαν camarades (και comrades στα αγγλικά) και νά η λέξη για τους συντρόφους (όχι τους παρτενέρ, άγιε).
Η ισπανική camarilla, που σημαίνει «καμαράκι, αντικάμαρα, αντιθάλαμος», μας έδωσε την καμαρίλα για τα άτομα που περιβάλλουν κάποιον ισχυρό, έναν ηγεμόνα, και τον επηρεάζουν παρασκηνιακά — μια πολύ ταιριαστή λέξη, αφού ριμάρει με διάφορες κακόσημες σε –ίλα, π.χ. σαπίλα, ξεφτίλα. Στα χρόνια του βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδου Ζ΄ η καμαρίλα περιέγραφε τους μυστικοσύμβουλους του βασιλιά που συσκέπτονταν και συνωμοτούσαν στον αντιθάλαμο (μέχρι που έκαναν… αντικάμαρα και τον ανέτρεψαν).
Το καμαρίνι των ηθοποιών είναι από βενετσιάνικο υποκοριστικό camarin, όπως και ο καμαρότος από βενετσιάνικο camaroto για τον θαλαμηπόλο. Από εκεί μας ήρθαν και ο καμαριέρης και η καμαριέρα. Δεν μπορώ όμως να μην επαναλάβω το τραγούδι του Σαραντάκου από το άλλο νήμα.
Η ταμπακιέρα σε νέα εκδοχή
Γιατί τη στρίμωξα αυτή την καμαριέρα,
το μεσημέρι πονηρά που είχα σκεφτεί
και τώρα θέλουν όλοι να με κάνουν πέρα
αχ, τι τη στρίμωξα την καμαριέρα αυτή;
Την καμαριέρα αυτή δεν έπρεπε να πάρω
κι όταν το σκέφτομαι πικρά μελαγχολώ
και μες στο φρέσκο δεν μου φέρνουνε τσιγάρο
να ξεθολώσει πια λιγάκι το μυαλό
Ποτέ μου τώρα δεν θα δω μιαν άσπρη μέρα
είχα μιαν έμπνευση απερίγραπτα χαζή
κι ίσως μου σπρώξανε αυτή την καμαριέρα
στις εκλογές για να νικήσει ο Σαρκοζί!
Άσκηση: Γράψτε μια σύγχρονη ιστορία με τις λέξεις-κλειδιά αυτού του σημειώματος.