Όντως, αλλά έχει από αιώνες περάσει στην ελληνική φορεσιά και στη νεοελληνική γλώσσα:
καφτάνι το [kaftáni] O44 : φαρδύ και μακρύ, πολυτελές και συνήθ. επίσημο ένδυμα, που το φορούν οι άνδρες στην Aνατολή. || για άχαρο, ριχτό γυναικείο ρούχο: Ήρθε στο γάμο μ΄ εκείνο το άχαρο ~. [τουρκ. kaftan (από τα περσ.) -ι]
Καλύτερα λοιπόν το «ανατολίτικο» άρωμα του καφτανιού παρά το «δυτικό» της ρόμπας.
ρόμπα η [róba] O25α : ένδυμα που φοριέται μέσα στο σπίτι, καλύπτει ολόκληρο το σώμα και έχει μπροστά και σε όλο το μάκρος του άνοιγμα συνήθ. με κουμπιά: Γυναικεία / αντρική / καλοκαιρινή / χειμωνιάτικη / εμπριμέ ~. Bγήκε έξω με τη ~ και τις παντόφλες. ΦP κάνω κπ. ~, τον εξευτελίζω, τον κάνω ρεζίλι: Tον έβρισε χυδαία, τον έκανε ~ μπροστά στους φίλους του. γίνομαι ~, γίνομαι ρεζίλι, εξευτελίζομαι: Mου μίλησε πολύ άσχημα μπροστά στους συναδέλφους μου και έγινα ~. [ιταλ. roba]