Δεν καλύπτεται επαρκώς η έκφραση. Τα ελληνοαγγλικά λεξικά δεν την έχουν, τα ελληνικά έχουν μόνο το λαδώνω, το ΛΝΕΓ λέει ότι σημαίνει «τρώω» (με παράδειγμα: πάμε στην ταβέρνα να λαδώσουμε τ' άντερό μας) και στο slang.gr ένα μέλος δικαίως ισχυρίζεται: «Η φράση λίγδωσε τ' άντερό του σημαίνει επίσης ότι κάποιος που ήταν φτωχός (και προφανώς αρκετά πεινασμένος ώστε να 'χει στεγνώσει το πεπτικό του σύστημα) τα 'κονόμησε, έπιασε την καλή, ματσώθηκε, απόκτησε πλέον μπαγιόκο που του επιτρέπει ικανοποιητική σίτιση».
Μου αρέσει περισσότερο ο ορισμός στο ΛΚΝ:
λαδώνω τ’ άντερό μου, χορταίνω φαΐ, βελτιώνω την κατάστασή μου ύστερα από μια περίοδο φτώχειας, ανέχειας, πείνας: Βρήκε επιτέλους μια δουλίτσα και λάδωσε τ’ άντερό του ο καημένος.
Για να κάνω την αρχή:
got a solid meal inside him
put a decent meal under his belt
Κάθε άλλη καλή πρόταση, αποκάτω, να λιγδώσει και τ' άντερο του νήματος.
Μου αρέσει περισσότερο ο ορισμός στο ΛΚΝ:
λαδώνω τ’ άντερό μου, χορταίνω φαΐ, βελτιώνω την κατάστασή μου ύστερα από μια περίοδο φτώχειας, ανέχειας, πείνας: Βρήκε επιτέλους μια δουλίτσα και λάδωσε τ’ άντερό του ο καημένος.
Για να κάνω την αρχή:
got a solid meal inside him
put a decent meal under his belt
Κάθε άλλη καλή πρόταση, αποκάτω, να λιγδώσει και τ' άντερο του νήματος.