Όχι, δεν εννοώ το ύφασμα, ούτε το υλικό από το οποίο είναι καμωμένοι οι ήρωες, όπως εξηγεί πχ το ΛΚΝ:
Και συμφωνεί, και επαυξάνει (ιδίως στα ετυμολογικά) το ΛΝΕΓ(06):
Εννοώ τη στόφα, τον παραδοσιακό φούρνο της κουζίνας με το μπουρί (όχι της σόμπας!) για εξαερισμό. Η λέξη στόφα δεν υπάρχει με αυτή την έννοια όχι μόνο στα τρία λεξικά που κοίταξα, αλλά ούτε και στο ελληνοαγγλικό G-Word (Στο G-Word δεν υπάρχει καν ως λήμμα, μόνο ως ερμήνευμα, με τις πιο πάνω έννοιες των λεξικών).
Όμως, μια απλή αναζήτηση στον γκούγκλη (με μια μικρή πονηριά: στόφα και κουζίνα μαζί) αρκεί για να μας δείξει ότι η λέξη με την έννοια αυτή υπάρχει, είναι διαδεδομένη, προέρχεται πιθανότατα από το (kitchen) stove και χρησιμοποιείται για δύο παρεμφερή αλλά και διαφορετικά σε στόχευση μηχανήματα:
1) Για τον παραδοσιακό φούρνο στην κουζίνα (παλιά με ξύλα, αργότερα με πετρέλαιο, σήμερα με αέριο) που λειτουργούσε επίσης και ως πηγή θέρμανσης.
Μερικά παραδείγματα χρήσης από το νέτι:
Παλιά στόφα με ξύλα (εικ. από τη γουίκη
2) Για ανάλογα μηχανήματα για τη μαζική παραγωγή φαγητών σε χώρους εστίασης:
Η αλήθεια είναι ότι συχνά η θερμαντική ακτινοβολία της στόφας προκαλεί σύγχυση με τη σόμπα. Άλλωστε, η υπαρκτή διπλή λειτουργικότητα αποδίδεται και από το λήμμα stove του G-Word:
Εδώ φωτογραφίες από τις διάσημες Aga stoves, που έχουν αξιωθεί (δικαίως) μέχρι και δικό τους λήμμα στη γουίκη.
Προσοχή, όμως: Δεν (θα έπρεπε να) μαγειρεύουμε ποτέ στη σόμπα! Και ας πουλάνε σόμπες πετρελαίου με ειδικό εξάρτημα που ακουμπάει πάνω της, σαν μάτι, για να μπορείς να μαγειρέψεις. Η σόμπα είναι για θέρμανση. Ορίστε, αυτό το λένε και τα λεξικά (εδώ, το ΛΚΝ):
Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι δεν μαγειρεύουμε (συνήθως) στη σόμπα εκτός και αν βρισκόμαστε σε έκτακτες συνθήκες! Σίγουρα όχι σε λουξ σπίτια με στόφες πολυτελείας.
Παρόλα αυτά, αν δεν θέλουμε να μαγειρέψουμε στη στόφα (επειδή δεν τη γράφουν τα λεξικά --προς το παρόν, ελπίζω) και δεν ξέρουμε/δεν προλαβαίνουμε/δεν μπορούμε να κάνουμε μια έρευνα στον γκούγκλη για να διαπιστώσουμε μήπως (λέω, μήπως) κάτι ξέρει αυτός που χρησιμοποίησε τη λέξη (που μπορεί να μην το ξέρουμε εμείς) και αν δεν προλαβαίνουμε/δεν μπορούμε καν να ρωτήσουμε, ε, τουλάχιστον ας μαγειρεύουμε στον φούρνο!
Αφιερωμένο στο αόρατο χέρι που δεν ήξερε τη στόφα (αλλά ελπίζω τώρα πια να την έχει μάθει :).
στόφα η [stófa] Ο25 : 1. είδος πολυτελούς υφάσματος του οποίου η ύφανση σχηματίζει σχέδια που προεξέχουν και που χρησιμοποιείται συνήθ. σε ταπετσαρίες: Σαλόνι με χρυσή ~. Kουρτίνες από βαριά ~. Στα παράθυρα κρέμονταν στόφες, κουρτίνες από στόφα. || γενικά, κάθε γυαλιστερό ύφασμα ταπετσαρίας. 2. (μτφ.) τα στοιχεία του χαρακτήρα που συγκροτούν την προσωπικότητα ενός ατόμου: Ο Bενιζέλος είχε τη ~ μεγάλου πολιτικού. Δεν είμαστε όλοι από τη ~ των ηρώων. [ιταλ. stoffa]
Και συμφωνεί, και επαυξάνει (ιδίως στα ετυμολογικά) το ΛΝΕΓ(06):
στόφα (η) {χωρ. πληθ.} 1. (λαϊκ.) το ύφασμα 2. (ειδικότ.) εκλεκτό, χοντρό ύφασμα με ανάγλυφα σχέδια από νήματα μεταξιού, χρυσού ή αργύρου, με το οποίο κατασκευάζονται κουρτίνες, υφάσματα επιπλώσεως κ.λπ. 3. (μτφ. για πρόσ.) η ποιότητα τού χαρακτήρα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα (κάποιου): έχει - κωμικού|πολιτικού || δεν είναι από τη ~ που γίνονται οι ήρωες ΣΥΝ. πάστα.
[ΕΤΥΜ. Αντιδάν., < ιταλ. stoffa < παλ. γαλλ. estoffe < p. estoffer < φρανκον. stopfön «παραγεμίζω, μπαλλώνω» < αρχ. γερμ. *stop-pôn, πιθ. < δημώδ. λατ. *stuppäre «φράζω με στουπί» (βλ. λ. στοπ)].
Ανάλογα, αν και λιγότερα, και στο Μείζον.[ΕΤΥΜ. Αντιδάν., < ιταλ. stoffa < παλ. γαλλ. estoffe < p. estoffer < φρανκον. stopfön «παραγεμίζω, μπαλλώνω» < αρχ. γερμ. *stop-pôn, πιθ. < δημώδ. λατ. *stuppäre «φράζω με στουπί» (βλ. λ. στοπ)].
Εννοώ τη στόφα, τον παραδοσιακό φούρνο της κουζίνας με το μπουρί (όχι της σόμπας!) για εξαερισμό. Η λέξη στόφα δεν υπάρχει με αυτή την έννοια όχι μόνο στα τρία λεξικά που κοίταξα, αλλά ούτε και στο ελληνοαγγλικό G-Word (Στο G-Word δεν υπάρχει καν ως λήμμα, μόνο ως ερμήνευμα, με τις πιο πάνω έννοιες των λεξικών).
Όμως, μια απλή αναζήτηση στον γκούγκλη (με μια μικρή πονηριά: στόφα και κουζίνα μαζί) αρκεί για να μας δείξει ότι η λέξη με την έννοια αυτή υπάρχει, είναι διαδεδομένη, προέρχεται πιθανότατα από το (kitchen) stove και χρησιμοποιείται για δύο παρεμφερή αλλά και διαφορετικά σε στόχευση μηχανήματα:
1) Για τον παραδοσιακό φούρνο στην κουζίνα (παλιά με ξύλα, αργότερα με πετρέλαιο, σήμερα με αέριο) που λειτουργούσε επίσης και ως πηγή θέρμανσης.
Μερικά παραδείγματα χρήσης από το νέτι:
Εδώ έχει στήσει τη γάστρα και τη στόφα της η κυρά Λένη και δοξάζει καθημερινά την εκλεκτή ρουμελιώτικη κουζίνα.
Ιστορική ταβέρνα στο λιθόστρωτο, με ωραία αυλή, μαντεμένια στόφα με ξύλα, ...
«Η στόφα κι ο θερμοσίφωνας είναι παμπάλαια», είπα καθώς άνοιξα το κουμπί στον φούρνο. ... αλλά δεν είχα τα κατάλληλα πιάτα και σκεύη στην κουζίνα.
Ιστορική ταβέρνα στο λιθόστρωτο, με ωραία αυλή, μαντεμένια στόφα με ξύλα, ...
«Η στόφα κι ο θερμοσίφωνας είναι παμπάλαια», είπα καθώς άνοιξα το κουμπί στον φούρνο. ... αλλά δεν είχα τα κατάλληλα πιάτα και σκεύη στην κουζίνα.
Παλιά στόφα με ξύλα (εικ. από τη γουίκη
2) Για ανάλογα μηχανήματα για τη μαζική παραγωγή φαγητών σε χώρους εστίασης:
Ηλεκτρική στόφα οκτώ θέσεων με θερμοστάτη 15°C έως 90°C (εδώ)
Ηλεκτρικός φούρνος 2 ορόφων με στόφα για 16 πίτσες (εδώ)
Ηλεκτρικός φούρνος 2 ορόφων με στόφα για 16 πίτσες (εδώ)
Η αλήθεια είναι ότι συχνά η θερμαντική ακτινοβολία της στόφας προκαλεί σύγχυση με τη σόμπα. Άλλωστε, η υπαρκτή διπλή λειτουργικότητα αποδίδεται και από το λήμμα stove του G-Word:
stove ουσ. θερμάστρα, σόμπα || εστία μαγειρέματος, μάτι || κλίβανος, φούρνος
Εδώ φωτογραφίες από τις διάσημες Aga stoves, που έχουν αξιωθεί (δικαίως) μέχρι και δικό τους λήμμα στη γουίκη.
Προσοχή, όμως: Δεν (θα έπρεπε να) μαγειρεύουμε ποτέ στη σόμπα! Και ας πουλάνε σόμπες πετρελαίου με ειδικό εξάρτημα που ακουμπάει πάνω της, σαν μάτι, για να μπορείς να μαγειρέψεις. Η σόμπα είναι για θέρμανση. Ορίστε, αυτό το λένε και τα λεξικά (εδώ, το ΛΚΝ):
σόμπα η [sómba] Ο25 : συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων• θερμάστρα: ~ για ξύλα. Hλεκτρική ~. ~ πετρελαίου. Tα μπουριά της σόμπας. σομπίτσα η YΠΟKΟΡ.
[τουρκ. soba• σόμπ(α) -ίτσα]
[τουρκ. soba• σόμπ(α) -ίτσα]
Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι δεν μαγειρεύουμε (συνήθως) στη σόμπα εκτός και αν βρισκόμαστε σε έκτακτες συνθήκες! Σίγουρα όχι σε λουξ σπίτια με στόφες πολυτελείας.
Παρόλα αυτά, αν δεν θέλουμε να μαγειρέψουμε στη στόφα (επειδή δεν τη γράφουν τα λεξικά --προς το παρόν, ελπίζω) και δεν ξέρουμε/δεν προλαβαίνουμε/δεν μπορούμε να κάνουμε μια έρευνα στον γκούγκλη για να διαπιστώσουμε μήπως (λέω, μήπως) κάτι ξέρει αυτός που χρησιμοποίησε τη λέξη (που μπορεί να μην το ξέρουμε εμείς) και αν δεν προλαβαίνουμε/δεν μπορούμε καν να ρωτήσουμε, ε, τουλάχιστον ας μαγειρεύουμε στον φούρνο!
Αφιερωμένο στο αόρατο χέρι που δεν ήξερε τη στόφα (αλλά ελπίζω τώρα πια να την έχει μάθει :).
Last edited: