Στο ΛΝΕΓ υπάρχει το
εν δυνάμει στο λήμμα
δύναμη. Έτσι:
δυνάμει επίρρ. (λόγ.) 1. (+γεν.) επί τη βάσει, σύμφωνα με: δυνάμει του άρθρου 30 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας... | δυνάμει νόμου / κανονισμού • 2. δυνητικά, χαρακτηρίζοντας αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει ή να συμβεί: «δημιουργούν την προοπτική μιας δυνάμει μεγάλης και ελκυστικής αγοράς» (εφημ.) | «η χώρα αυτή δίνει την εικόνα ενός δύσκολου και δυνάμει επικίνδυνου γείτονα» (εφημ.).
εν δυνάμει για κάποιον/κάτι που, ενώ δεν είναι τώρα, είναι δυνατόν να γίνει ή να αποτελέσει κάτι στο μέλλον: «το συγκεκριμένο ρεπορτάζ αποτελούσε εν δυνάμει απειλή για την εθνική ενότητα τής χώρας» (εφημ.) | «αυτή τη στιγμή στο κυβερνών κόμμα υπάρχουν οκτώ εν δυνάμει πρωθυπουργοί» (εφημ.)
Έχουμε δηλαδή το
δυνάμει σε θέση πρόθεσης (
by virtue of). Το
δυνάμει να χαρακτηρίζει επίθετα (
potentially). Και το
εν δυνάμει να χαρακτηρίζει ουσιαστικά (
potential). Τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρα. Πιστεύω ότι το
δυνάμει και το
εν δυνάμει χρησιμοποιούνται με κάθε άνεση το ένα στη θέση του άλλου (αλλά όχι βέβαια στην πρώτη περίπτωση, εκεί που παίζει το ρόλο πρόθεσης).