Αδικούνταν αλλά και αδικιόταν;

Zito

New member
Γειά σας! Με όλο το σεβασμό θα ήθελα να ρωτήσω αν το να πει κανείς "αδικιόταν" αντί "αδικούνταν" είναι λάθος.
Ευχαριστώ εκ των προτέρων για τις όποιες απαντήσεις.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Καλημέρα και καλώς όρισες.

Σύμφωνα με το Λεξισκόπιο το Γ' πρόσωπο του παρατατικού είναι: αδικείτο λόγ. & αδικούνταν προφ.

Επειδή όμως δεν μου είναι άγνωστος και ο τύπος αδικιόταν, αφήνω να έρθουν οι πιο ειδικοί να πουν τη γνώμη τους.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα, καλωσήρθες.

Δες το παρόμοιο νήμα για το προηγούνταν, ιδίως το σημείο όπου ο sarant στηρίζει το προηγιόταν. Υπερβολικό ίσως, αλλά για το αδικιέμαι έχεις υποστήριξη, π.χ. στο κάτω μέρος της σελίδας 83 της Νέας Γραμματικής:

Ορισμένα ρήματα της δεύτερης συζυγίας σχηματίζουν την παθητική φωνή με τύπους και των δύο τάξεων, π.χ. βοηθώ / -άω — βοηθούμαι και βοηθιέμαι, αδικώ — αδικούμαι και αδικιέμαι. Στην ίδια συζυγία ανήκουν και τα αποθετικά ρήματα σε -άμαι / -ούμαι, π.χ. θυμάμαι / -ούμαι.
http://lexilogia.gr/forum/showthrea...(β-κα-γ-πρόσωπο)&p=36923&viewfull=1#post36923

Όπως το αγαπιέμαι δίνει αγαπιόταν, έτσι και το αδικιέμαι δίνει αδικιόταν.
 

Zito

New member
Καλώς σας βρήκα.
Είδα το Λεξισκόπιο όμως το νήμα όπου ο sarant στηρίζει το προηγιόταν και κυρίως η απάντηση του nickel για την υποστήριξη της Νέας Γραμματικής το κάνουν εντελώς ξεκάθαρο.
Σας ευχαριστώ πολύ και εύχομαι καλή συνέχεια.
 
Να ρωτήσω κι εγώ ήδη γιατί ταλαιπωρούμαι λίγο και δεν θυμάμαι τι βάζουμε τη σήμερον ημέρα!

Εξαρτώμαι-->εξαρτούνταν, εξαρτώνταν, εξαρτιόταν.... ή εξαρτωμενόντουσαντε (κατά το ήντουσαν, ήσαντε κλπ.) :D

Ευχαριστώ!
 

nickel

Administrator
Staff member
Αυτός ο μπαξές έχει απ' όλα εκτός από το γλωσσοδέτη σου. :)

Παθητική: | Ενεστώτας |
Α | εξαρτιέμαι & εξαρτώμαι | εξαρτιόμαστε & εξαρτώμεθα λόγ . & εξαρτόμαστε προφ .
Β | εξαρτάσαι & εξαρτιέσαι | εξαρτιέστε & εξαρτάσθε λόγ . & εξαρτάστε προφ . & εξαρτιόσαστε προφ .
Γ | εξαρτάται & εξαρτιέται | εξαρτιούνται & εξαρτώνται & εξαρτιόνται προφ .
Παθητική: | Παρατατικός |
Α | εξαρτιόμουν & εξαρτιόμουνα προφ . | εξαρτιόμασταν & εξαρτιόμαστε
Β | εξαρτιόσουν & εξαρτιόσουνα προφ . | εξαρτιόσασταν & εξαρτιόσαστε προφ .
Γ | εξαρτιόταν & εξαρτάτο λόγ . & εξαρτιότανε προφ . | εξαρτιούνταν & εξαρτιόνταν & εξαρτώντο λόγ . & εξαρτιόντανε προφ . & εξαρτιόντουσαν προφ .
 

Zazula

Administrator
Staff member
Πάντως για το γ' πληθ. παρατ. των ρημάτων σε -ιέμαι, δεν έχουμε μόνο τα «εξαρτιούνταν & εξαρτιόνταν & εξαρτώντο λόγ. & εξαρτιόντανε προφ. & εξαρτιόντουσαν προφ.» που αναφέρει ο Νίκελ, αλλά και το εξαρτιόσαντε (αρνιόσαντε κοκ). Άλλωστε η εν λόγω κατάληξη είναι διάσημη λόγω του γνωστού γενετήσιου ρήματος. Για αναφορά των πολυάριθμων πιθανών καταλήξεων θα χρησιμοποιήσω τα δύο άκρα τής γλωσσολογίας:
  • Στο βιβλίο Εθνική Γλώσσα (σελ. 24) καταμετρούνται εφτά: αγαπιόνταν, αγαπιόντανε, αγαπιούνταν, αγαπιούντανε, αγαπιόντουσαν, αγαπιόσαντε, αγαπιούσαντε (και πάλι η καταγραφή δεν είναι πλήρης / εξαντλητική).
  • Στο slang.gr καταμετρούνται έντεκα κανονικές συν δύο εκφραστικές: http://www.slang.gr/lemma/show/gamiontoustantene_5290/.
 
Nickel, το εξαρτώνταν επίτηδες το άφησες απ' έξω για το γ' πληθυντικό του παρατατικού; Έχω την εντύπωση ότι είναι πιο συχνό από κάποια άλλα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Nickel, το εξαρτώνταν επίτηδες το άφησες απ' έξω για το γ' πληθυντικό του παρατατικού; Έχω την εντύπωση ότι είναι πιο συχνό από κάποια άλλα.

Ζαζ και anef, συγγνώμη. Απλώς μετέφερα το περιεχόμενο τού Lexiscope, μού ήταν πιο εύκολο. Το εξαρτιόσαντε δεν το χρησιμοποιώ ποτέ· είναι πολύ λαϊκό, καλό για το γαμιόσαντε. Το εξαρτώνταν επίσης δεν το χρησιμοποιώ, το θεωρώ λίγο μπάσταρδο (εξαρτώντο + εξαρτιόνταν).
 

nickel

Administrator
Staff member
:) :) Ναι, αλλά άμα πηγαίνεις με το βιβλίο της γραμματικής, έχεις αποκτήσει pedigree!
 
Ψιλοάσχετο, αλλά παλιότερα ακουγόταν κι ένας πιο εξευγενισμένος λαϊκός τύπος: φαινόσαν, αντί φαινόντουσαν ή φαινόσαντε. Τον χρησιμοποιούσε π.χ. ο Σκαρίμπας ή ο Λαπαθιώτης.
 
Ψιλοάσχετο, αλλά παλιότερα ακουγόταν κι ένας πιο εξευγενισμένος λαϊκός τύπος: φαινόσαν, αντί φαινόντουσαν ή φαινόσαντε. Τον χρησιμοποιούσε π.χ. ο Σκαρίμπας ή ο Λαπαθιώτης.

Έχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για εξευγενισμό, αλλά για τύπο της πελοποννησιακής διαλέκτου.
 
Top