εκθηλυσμός ή εκθήλυνση;

Η λέξη "εκθήλυνση" υπάρχει σε όλα τα λεξικά στα οποία έχω πρόσβαση (ΛΚΝ, Χρηστικό, ΛΝΕΓ -στο λ. εκθηλύνω-, Δημητράκος, ΜΗΛΝΕΓ), ενώ τον "εκθηλυσμό" τον συναντώ μόνο εδώ, στην εξήγηση του "αβροδίαιτος" του Liddell-Scott. Λήμμα, όμως "εκθηλυσμός" δεν υπάρχει στο LS, ούτε στην πρωτότυπη εξήγηση του "αβροδίαιτος".

Λέμε:

επιβαρύνω - επιβάρυνση
εκλεπτύνω - εκλέπτυνση (όμως, πράγμα που δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι πριν λίγο, χρησιμοποιείται και ο "εκλεπτυσμός")
οξύς - όξυνση

Πώς εξηγείται/παράγεται το "εκθηλυσμός"; Και ο "εκλεπτυσμός"; Βρίσκετε κάποια σημασιολογική διαφορά από τα "εκθήλυνση", "εκλέπτυνση"; (εγώ όχι)

(Υπάρχει περίπτωση ο σχηματισμός του "εκθηλυσμού" να παρασύρεται από το "εκφυλισμός"; Πάντως οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά μαζί.)
 

nickel

Administrator
Staff member
Θα έλεγα ότι πρόκειται για τη διαμόρφωση ενός παράλληλου τύπου με ρήμα εκθηλύζω, ουσ. εκθηλυσμός, ας πούμε κατ' αναλογία προς τα κατακλύζω - κατακλυσμός, χωρίς σημασιολογική διαφορά από τα παλαιά εκθηλύνω - εκθήλυνση, που δεν είναι κι από τους πιο εύκολους τύπους.
 

nickel

Administrator
Staff member
Όσο για την απάντησή στο ερώτημα του τίτλου, θα είναι εκθήλυνση όσο το πλαίσιο είναι «για να μην έχουμε κόντρες με τον επιμελητή». Αν όμως είσαι ο επιμελητής και πέφτεις πάνω στον εκθηλυσμό, η απάντηση θα είναι πάλι εκθήλυνση όσο το πλαίσιο είναι «για να μην έχουμε κόντρες με τον αναγνώστη που κραδαίνει το λεξικό» (κατά το πρότυπο των Bible-bashers). :-)
 
η απάντηση θα είναι πάλι εκθήλυνση όσο το πλαίσιο είναι «για να μην έχουμε κόντρες με τον αναγνώστη που κραδαίνει το λεξικό» (κατά το πρότυπο των Bible-bashers).

Θα έπαιρνα τον δύσκολο δρόμο, αλλά και οι ίδιοι χρησιμοποιούν λίγο πιο κάτω την "εκθήλυνση" ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο - οπότε το άλλαξα. Αλλά αν επιμείνουν, δεν θα επιμείνω - θα τους προτείνω, όμως, να αλλάξουν και την εκθήλυνση.
 
Οπότε, στα ελληνικά έχουμε τα εκθήλυνση, θηλυκοποίηση, θηλεοποίηση, εκθηλυσμός (δεν ξέρω αν μου διαφεύγει κάποιο).

Χρησιμοποιούνται στα ίδια σημασιολογικά περιβάλλοντα; Υπάρχει περίπτωση να δημιουργήθηκε ο εκθηλυσμός σε μια προσπάθεια να μην έχει αρνητικές συνδηλώσεις; (βλ. π.χ., "εκθηλύνω" στο ΜΗΛΝΕΓ)

Εδώ βρήκα μια εργασία από το Παν/μιο Αιγαίου, όπου χρησιμοποιούνται με την ίδια σημασία η εκθήλυνση, ο εκθηλυσμός και η θηλυκοποίηση.

Αλλά έχει ενδιαφέρον ότι ο "εκθηλυσμός" δε χρησιμοποιείται από τη συγγραφέα, αλλά από άλλο άτομο, του οποίου τα λόγια παραθέτει.

Τα αποσπάσματα από την εργασία:

"Στη κοινωνία παρατηρείται μια ρευστότητα ως προς τις έμφυλες ταυτότητες, με ενδεικτική τη τάση εκθήλυνσης των ανδρών, την ισοπέδωση των φύλων στο νεανικό κοινό και τη χρήση κοινών κωδίκων. Αυτοί οι νέοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί σταδιακά αρχίζουν να θέτουν σε προβληματισμό τη χρήση των στερεοτύπων ως εργαλείο επικοινωνίας και να προτάσσουν την εμφάνιση νέων αναπαραστάσεων που θα ανταποκρίνονται στις νέες κοινωνικές συνθήκες της εποχής.
Διονύσης, copywriter, έγγαμος: «Διαπιστώνεται ένας εκθηλυσμός των ανδρών… και μια
αρρενοποίηση της γυναίκας… για άλλους λόγους όμως… για λόγους ρόλων… εδώ μιλάμε
για λόγους βιολογικούς τελείως. Αποτέλεσμα είναι ότι αναπτύσσεται το metrosexuality, ας
πούμε, και είναι αποδεκτό… "

"Νέα ανδρικά πρότυπα αναδύονται ως μέρος μιας τάσης «θηλυκοποίησης» της
αρρενωπότητας, καθώς οι άνδρες ενθαρρύνονται να συμμετέχουν ολοένα στη κατανάλωση, να
ενδιαφέρονται για την εμφάνισή τους, να επικοινωνούν με τα αισθήματά τους και ως ανδρικά σώματα
να γίνονται αντικείμενα, υποκείμενα στην ανδρική ματιά."

Απλά να αναφέρω ότι οι των θετικών επιστημών έχουμε και τη θηλεοποίηση.

Κι εδώ βρήκα από το Παν/μιο Θεσσαλίας μια εργασία που χρησιμοποιεί τη "θηλεοποίηση" για το feminization (αλλά η χρήση του σε τέτοιο πλαίσιο όντως δε φαίνεται να είναι συχνή):

"Ο Nielsen κριτικάρει μάλιστα αυτή τη θηλεοποίηση της κοινωνίας και συγκεκριμένα την συναισθηματική δύναμη που έχει το γυναικείο φύλο (Nielsen, 2002). "

Είναι αποδεκτές και οι 4 λέξεις για το κοινωνιολογικό feminization;
 

nickel

Administrator
Staff member
Η παράλληλη ύπαρξη εκθήλυνσης και θηλυκοποίησης είναι αντίστοιχη με την παράλληλη ύπαρξη λέξεων του είδους εκ/εξ~ισμός με τις αντίστοιχες σε -ποίηση, π.χ. εκφασισμός - φασιστοποίηση. Αλλά και η θηλεοποίηση είναι απλώς ένας πιο λόγιος τύπος της θηλυκοποίησης. Το δεύτερο είναι πιο εύκολο από το πρώτο. Πάντως, η «δύσκολη» και λόγια εκθήλυνση παραμένει ο πιο διαδεδομένος και αποδεκτός τύπος.
 
θα λέγατε "εκθηλυντικός" για το effeminate; (με τη σημασία "αυτός που εκθηλύνει", που κάνει κτ/κπ μαλθακό")

π.χ. "εκθηλυντική τρυφηλότητα"; Πώς σας φαίνεται;
 

nickel

Administrator
Staff member
θα λέγατε "εκθηλυντικός" για το effeminate; (με τη σημασία "αυτός που εκθηλύνει", που κάνει κτ/κπ μαλθακό")

π.χ. "εκθηλυντική τρυφηλότητα"; Πώς σας φαίνεται;

Εφτά παρά και είναι η ώρα που θέλω να γκρινιάξω. Εγώ θα έλεγα:

effeminate self-indulgence > θηλυπρεπής τρυφηλότητα
effeminizing self-indulgence > εκθηλυντική τρυφηλότητα

:)
 
Top