αμφισβήτηση = (στον πολιτισμό) contestation

dromon

New member
Πώς ονομάζονται στα αγγλικά τα "κινήματα αμφισβήτησης"; Υπάρχει στα αγγλικά το επίθετο "αμφισβητησιακός"; Δεν ξέρω καν αν είναι δόκιμος στα ελληνικά αυτός ο τελευταίος όρος.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Opposition(al) movements, θα έλεγα. Νομίζω πως το «αμφισβητησιακός» είναι ελληνική επινόηση.
 

dromon

New member
Σε ευχαριστώ για τη βοήθεια. Ο όρος μοιάζει πιο γενικός απ' ό,τι στα ελληνικά, αλλά δεν έχει σημασία.
 
Απ' όσο γνωρίζω, ο "αμφισβητησιακός" είναι ελληνική απόδοση του γαλλικού contestataire. Το Robert-Collins δίνει:

contestataire [kɔ̃tɛstatɛʀ]

1 adjectif [journal, étudiants, tendances] ▶ anti-establishment

2 nom masculin et féminin ■ c'est un contestataire : he's anti-establishment ou anti-authority

■ les contestataires ont été expulsés : the protesters were made to leave

Μολονότι οι Γάλλοι επινόησαν το protestataire σαν μια κλιμάκωση σε σχέση με το contestataire, νομίζω ότι η πρώτη επιλογή στα αγγλικά θα έπρεπε να είναι το protest/ protester/ protesting (π.χ. protest movements). Σε ευρύτερες χρήσεις, μακριά από τον απόηχο διαδηλώσεων και καταλήψεων, θα ταίριαζε ίσως κάποια περίφραση με το challenge ή το question.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ναι, πιθανότερο μου φαίνεται να έρχεται ο όρος από τα γαλλικά, μια και δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο στα αγγλικά. Και, αν ερχόταν κάτι με π.χ. protest (όπως protest cinema), θα γινόταν «της διαμαρτυρίας».
 

cougr

¥
Υπάρχει επίσης ο αρκετά διαδεδομένος όρος movement of contestation / contestation movement.
 
Top