σουρλουλού

In my list of Geek words for sluts & studs, I came upon a word I didn't know for a 'tart' namely the above.
I read the article in Frikipedia on it:-

Η Σουρλουλού είναι ένα πράμμα αλλόκοτο και συνήθως εξαιρετικά επικίνδυνο για τον άνθρωπο, ειδικά τον ανεκπαίδευτο τον άνθρωπο που δε λογάει από πού θα το πιάσει. Οι σουρλουλούδες δεν πρέπει να συγχέονται με της λουδουδούδες, οι οποίες είναι ένα είδος ιδαίτερα ευεργετικό και ενίοτε φιλικό προς το είδος του ανθρώπου και του δίδουν χαρά, ολοκλήρωση και μια φρεσκάδα που διαρκεί όλη μέρα.

Από τα προϊστορικά τα χρόνια, οι σουρλουλούδες έκαναν την εμφάνισή τους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και εν ολίγοις όπου υπήρχαν άνθρωποι, που τραβάνε τις σουρλουλούδες σαν τη μύγα μες το γάλα. Οι σουρλουλού, μετά τη χειραφέτηση αρκετών εξ' αυτών, την πάτησε και εξαναγκάστηκε κι αυτή να πιάσει δουλειά σε πάμπολες περιπτώσεις, τουλάχιστον μέχρι να βρει ένα θύμα με το συμπάθειο ή όπως αλλιώς νομίζει ο καθείς χωρίς αυτό, να τη συντηρεί.

Οι σουρλουλούδες τρέφονται με λεφτά (Εξ'ου και το "πού πας, αυτή είναι σουρλουλού, θα σου φάει τα λεφτά") και με ανθρώπους (Εξ'ου και το "θα σε φάνε οι σουρλουλούδες εσένα"). Ενίοτε αρέσκονται και σε ΙΧ επιβατικά (πχ "του' φαγε τ'αμάξι").. The meaning is fairly straightforward but I confess the words highlighted in bold puzzle me. ΙΧ is presumably a model of car. A little help, please!:s:)
 
The first point in bold contains a spelling error. It should be: η σουρλουλού [...] την πάτησε (lucked out). Rough translation:

The tart, after the emancipation of several of her counterparts, lucked out and has been forced to get a job on numerous occasions, at least until she found a victim -no offence or however, with offence- to maintain her.
 
Mind you, Φρικηπαίδεια does not apply very rigorous standards as to the quality of its entries. Its definitions are humorous or satirical, and the Greek filled with errors. I'd rather we didn't have its entries quoted here in full and the errors repeated. A simple link should be enough.
 
ΙΧ are the initials for Ιδιωτική Χρήση, any car for private use. You can find ΕΙΧ (Επιβατικό ΙΧ, a normal car) and ΦΙΧ (Φορτηγό, a privately owned truck with no license for public use). Public use is Δημόσια Χρήση. The normal trucks come under ΦΔΧ.

IX is pronounced γιωταχί, which you can find in ΛΚΝ. The owner/driver of a IX is called γιωταχής.
 
ΕΙΧ (επιβατικό ιδιωτικής χρήσης) = private passenger car (σε μεταφράσεις που δεν θέλουν το normal car)
 
Σουρλουλού is not exactly a synonym for slut, by the way. It is more of a terme d'affection, I think; it can even be used by a grandfather to his perky and dainty ( πώς θα μεταφράζαμε το ναζιάρα μονολεκτικά; ) granddaughter: «Έλα δω μωρή σουρλουλού».
 
Εκεί μπορεί να αντλεί από την αρχική σημασία της λέξης, της ελαφρόμυαλης, όπως θα λέγαμε «Έλα ’δώ, βρε χαζό». Στο ΛΚΝ (το ΛΝΕΓ έχει και τη σημασία της εύκολης γυναίκας):

σουρλουλού η [surlulú] Ο37 : ως περιγελαστικός και μειωτικός χαρακτηρισμός γυναίκας που διακρίνεται για την επιπόλαιη συμπεριφορά της, που παραμελεί τα οικογενειακά της καθήκοντα.
[βεν. turlulu 'χαζούλης, άμυαλος', αρχική σημ.: `γκιόνης΄, θηλ. κατά την κατάλ. -ού και παρετυμ. σούρνω]
 
Έχει ακόμη μειωτικό χαρακτήρα όμως; Και αν όχι, είναι λογικό να χαρακτηρίζεται έτσι στο λεξικό;
 
Μειωτικό, οπωσδήποτε — οποιο σημείο κι αν καταλαμβάνει στην γκάμα «χαζούλα - επιπόλαιη - ελαφριά». Είναι πολλά τα μειωτικά που χρησιμοποιούμε σε στιγμές τρυφερότητας, π.χ. πουτανίτσα, σκατουλίνα.
 
Μειωτικό, οπωσδήποτε — οποιο σημείο κι αν καταλαμβάνει στην γκάμα «χαζούλα - επιπόλαιη - ελαφριά». Είναι πολλά τα μειωτικά που χρησιμοποιούμε σε στιγμές τρυφερότητας, π.χ. πουτανίτσα, σκατουλίνα.
Πρόσθεσε και το "βλαμμένο" στα μειωτικά που λέγονται και τρυφερά.
 
Τώρα θα μου πείτε ότι είναι μειωτικός χαρακτηρισμός και το σουρτούκω που επίσης συνηθίζουν οι παππούδες για τις αγαπημένες τους εγγόνες. (Σταματάω, σταματάω, πρέπει να συνηθίσω στην ιδέα ότι οι παππούδες του σογιού που χρησιμοποίησα ως στατιστικό δείγμα ήταν πειραχτήρια).
 
Θα προσέξεις ότι όλες αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται με τρυφερότητα σε προσφωνήσεις, ενώ διατηρούν τον μειωτικό χαρακτήρα τους σε γενικότερους χαρακτηρισμούς («Είναι μια σουρλουλού αυτή!»). Στις προσφωνήσεις χρωματίζονται με τον σωστό τόνο και απευθύνονται στα κατάλληλα άτομα. Έτσι παύουν να είναι μειωτικοί χαρακτηρισμοί όταν ο χρήστης τους δεν δέχεται κάτι στο κεφάλι μετά. Δείχνουν τρυφερότητα επειδή υπογραμμίζουν την οικειότητα ανάμεσα στον χρήστη και τον δέκτη, π.χ. τον παππού και την εγγονή. Τα λεξικά δεν μπορούν να τις χαρακτηρίσουν διαφορετικά γιατί αν πάει κάποιος άσχετος ξένος και χρησιμοποιήσει το βλαμμένο θέλοντας να δείξει άνεση και οικειότητα, θα ψάχνει μετά να βρει τον συντάκτη του λεξικού. Καμιά ανάλυση για τη χρήση τού μαλάκα;
 
Πάντως, τόσο το σουρτούκω όσο και το σουρλουλού είναι απαρχαιωμένα, και εμένα τουλάχιστον με κάνουν να σκέφτομαι βιβλία του Τσιφόρου. Θέλω να πω, πέραν από τη χρήση που τους γίνεται όταν κανείς τα λέει χαϊδευτικά, όπως λέει ο πιδύο, ή χάριν αστεϊσμού, δεν νομίζω ότι διατηρούν σήμερα καμιά ιδιαίτερη προσβλητική χροιά.
 
Το σουρλουλού το θεωρώ λιγότερο παλιωμένο από το σουρτούκω. Νομίζω ότι ακόμα λέγεται και κυριολεκτικά, δηλ.μειωτικά.
 
It's similar with "του έφαγε τα λεφτά" =s/he made him spend all his money, sell his car etc. You can see many variations: "του 'φαγε τα εργοστάσια" (for an industrialist), "του 'φαγε τα καράβια" (for a ship owner), "του 'φαγε τα σπίτια/τα χωράφια" etc. Practically anything that can be monetized and transformed to small :) gifts for the "βασανάκι". :)
 
...
Reversing the male-female roles, Theseus (the male singer version says: Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα):

Από πιτσιρίκα με λέγανε μπαμπέσα κι έλαχε σε σένα να δώσω λίγη μπέσα
Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια, μ' έχεις και κοιμάμαι, κοιμάμαι στα σανίδια...

Μαίρη Λίντα


τρώω: ΙΙ. 2α. ξοδεύω ή σπαταλώ κτ.: Έφαγε την περιουσία του στα χαρτιά. Πού φαγώθηκαν τόσα λεφτά; Tρώει τη μέρα του χαζεύοντας. Έφαγε τα νιάτα του στην ξενιτιά. Φέτος φάγαμε πολύ πετρέλαιο, καταναλώσαμε για θέρμανση. ΠAΡ έκφρ. η φτήνια* τρώει τον παρά. ΦΡ τον έφαγε ως το κόκαλο, τον εκμεταλλεύτηκε οικονομικά. κάποιος τρώει τις σάρκες του, για κπ. που ξοδεύοντας ασυλλόγιστα εξαντλεί όλες τις οικονομικές του δυνάμεις. [...]
III. 2α. κλέβω ή ιδιοποιούμαι κτ.: Mου το 'φαγε το πορτοφόλι. Tου δάνεισα ένα βιβλίο κι αυτός μου το 'φαγε, δε μου το επέστρεψε. Mου έφαγε ένα εκατομμύριο, με απάτη. Tου έφαγε τη φιλενάδα, δημιούργησε ερωτικό δεσμό. Δε θα σ' αφήσω να μου φας τη σειρά, να μου την πάρεις. Mε έφαγε στο ζύγι. ΦΡ τρώει με δύο / με δέκα μασέλες, για κπ. που κάνει μεγάλες καταχρήσεις.
 
It's similar with "του έφαγε τα λεφτά" =s/he made him spend all his money, sell his car etc. You can see many variations: "του 'φαγε τα εργοστάσια" (for an industrialist), "του 'φαγε τα καράβια" (for a ship owner), "του 'φαγε τα σπίτια/τα χωράφια" etc. Practically anything that can be monetized and transformed to small :) gifts for the "βασανάκι". :)

The bigger βάσανο just takes you to the cleaners, in other words σε ξετινάζει :D
 
Back
Top