Οι μετοχές...

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η αναζήτηση - site:www.lexilogia.gr αλαλάζοντες - δε βρήκε κάποιο έγγραφο.
γγγγμφφφχχχχ
:)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Α, με αφορμή το *κυβερνόν αντί του ορθού (το) κυβερνών, θυμήθηκα κι έναν όρο όπου είχα υπογραμμίσει ότι το λάθος (στη συγκεκριμένη περίπτωση το *επιδρόν) έχει παρεισφρήσει και σε επίσημα κείμενα: influence quantity = επιδρών μέγεθος.
 
Υπάρχουν και τα διασταυρούμενα πυρά, που κανείς δεν τα λέει διασταυρωνόμενα. Καθώς και τα αλληλοσυμπληρούμενα... κάτι. Το ίδιο κι αυτά.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Οι έχοντες και οι κατέχοντες σας συμβουλεύουν: ο νοών νοείτω.

Οι μετοχές του παρακειμένου της μεσοπαθητικής (εσκεμμένος) μια χαρά λειτουργούν.
Αυτό το είπες επειδή το πιστεύεις ειλικρινά, ή μήπως για να μην πλατειάσουμε σε τούτο το νήμα; Διότι τότε μοναχά 'γώ είμαι που κοιτάω καθεμιά τους στο λεξικό για να σιγουρευτώ αν είναι με ένα ή με δύο Μ; :eek: Στα τοπ, φυσικά, ο καμένος! Κι εκείνο το ανειλημμένος το αντιμετωπίζω με μένος (το κοιτάζω δύο φορές στο λεξικό, διότι μέχρι να το κλείσω έχω ήδη ξεχάσει το πώς γράφεται)! Κι άντε πες εγώ δεν ζορίζομαι πολύ με τους αναδιπλασιασμούς και τις εσωτερικές αυξήσεις, άλλοι όμως βλέπω ότι περνάνε δύσκολες ώρες...
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Εορτάζοντες και εορτάζουσες μάλλον δεν έχουμε σήμερα...
 

daeman

Administrator
Staff member
Φωνή λαού βοώντος εν τη ερήμω, οι έχοντες και κατέχοντες ώτα ακούειν ακουέτωσαν.

ελπίζω να μην έκανα λάθος στον πληθυντικό της προστακτικής· πάνε ποοοολλά χρόνια τώρα...
 

nickel

Administrator
Staff member
Να πούμε, για πολλοστή φορά, ότι με το «μετοχές» στον τίτλο εννοούμε τις μετοχές της αρχαίας που χρησιμοποιούνται ακόμα με τη μορφή ρηματικών επιθέτων (και μερικές φορές σαν ουσιαστικά).

Στη νέα σχολική γραμματική (Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 96 & 99) γράφει:

Πολύ σπάνια χρησιμοποιούνται, σε πολύ τυπικό ύφος, κατά κανόνα σε κείμενα θεολογικού περιεχομένου αλλά και στον δημοσιογραφικό λόγο, ορισμένοι τύποι μετοχών που προέρχονται από την Καθαρεύουσα και κλίνονται σύμφωνα με τα αντίστοιχα επίθετα της αρχαίας ελληνικής. Τέτοιοι τύποι παρουσιάζονται:

Στη μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής σε -ων, -ουσα, -ον (π.χ. ελπίζων) ή σε -ών, -ούσα, -όν / -ούν (π.χ. αναιρών).
Στη μετοχή του αορίστου της ενεργητικής φωνής σε -ας, -ασα, -αν, π.χ. αμαρτήσας, ποθήσας κ.ά.
Στη μετοχή του αορίστου της παθητικής φωνής σε -είς, -είσα, -έν, π.χ. υποσχεθείς, δανεισθείς κ.ά.
[...]
Στη νέα ελληνική σπάνια χρησιμοποιούνται μετοχές που προέρχονται από την Καθαρεύουσα. Οι μετοχές αυτές χρησιμοποιούνται σε τυπικό ύφος και συχνά στον δημοσιογραφικό λόγο. Παρατηρήστε τα παρακάτω αποσπάσματα από διάφορα κειμενικά είδη.


  • Από δημοσιογραφικό γραπτό λόγο.
    Οι καταδικασθέντες σε ισόβια δεσμά έκαναν έφεση κατά της απόφασης.
  • Από βιογραφικό.
    Ο ποιητής Ο. Ελύτης, γεννηθείς το 1911, έλαβε βραβείο Νόμπελ το 1979.
  • Από οδηγίες σε προφορικό λόγο.
    Παρακαλούνται οι ανήκοντες στις ομάδες αλληλοβοηθείας να συγκεντρωθούν στο κέντρο της αίθουσας. || Οι αποφοιτήσαντες φοιτητές να παραδώσουν τις φοιτητικές τους ταυτότητες.
  • Από δημοσιογραφικό προφορικό λόγο.
    Οι επιζήσαντες από το αεροπορικό δυστύχημα που συνέβη χθες το πρωί είναι μόνον οκτώ. || Οι διασωθέντες του ναυαγίου στον Ατλαντικό Ωκεανό αναχώρησαν.
  • Από λόγο δημόσιας διοίκησης.
    Οι διατελέσαντες στο παρελθόν υπουργοί Παιδείας συνήθιζαν να στέλνουν χαιρετισμούς στους μαθητές και τις μαθήτριες κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. || Οι προσληφθέντες εφέτος δασολόγοι υπερβαίνουν τους εκατό.

Στο ΛΣΓ (σελ. 1232) γράφει: «…έχουν επιβιώσει στη Νέα Ελληνική κάποιες μετοχές από τη γλωσσική μας παράδοση, οι οποίες εμφανίζουν ιδιαίτερη κλίση (τρέχων Μ1, απών Μ2, δηλών Μ3, κυβερνών Μ4, λήξας Μ5, πληγείς Μ8)».

Στο ΛΚΝ, πάλι, έχουμε τα εξής κλιτικά πρότυπα:
E12: τρέχων, τρέχουσα, τρέχον
E12α: ανιών, ανιούσα, ανιόν
E12β: συμπαθών, συμπαθούσα, συμπαθούν
E12γ: διασωθείς, διασωθείσα, διασωθέν
E12δ: λήξας, λήξασα, λήξαν
E12στ: δρων, δρώσα, δρων
 

nickel

Administrator
Staff member
Μάζεψα λοιπόν από το ΛΚΝ για καθένα από τα παραπάνω κλιτικά πρότυπα τις μετοχές και τις αντιγράφω μαζί με παραδείγματα:

E12:
τρέχων, τρέχοντος, τρέχοντα, τρέχοντες, τρεχόντων, τρέχοντες
τρέχουσα, τρεχούσης / τρέχουσας, τρέχουσα, τρέχουσες, τρεχουσών, τρέχουσες
τρέχον, τρέχοντος, τρέχον, τρέχοντα, τρεχόντων, τρέχοντα



ακμάζων -ουσα -ον : Ο ακμάζων ελληνισμός της B. Aμερικής. Aκμάζουσες αποικίες. H νηματουργία είναι μια από τις ακμάζουσες βιομηχανίες.
αναβράζων -ουσα -ον : Aναβράζοντα δισκία.
ανατέλλων -ουσα -ον: H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.
αντεπιστέλλων -ουσα -ον: Aντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών.
απαστράπτων -ουσα -ον: Aπαστράπτουσα επιφάνεια. || Aπαστράπτουσα καθαριότητα.
αποκλίνων -ουσα -ον: Aποκλίνουσα πορεία. Aποκλίνουσες απόψεις. || (φυσ.) αποκλίνοντες φακοί.
αρμόζων -ουσα -ον: Έδειξε τον αρμόζοντα σεβασμό. Πήρε την αρμόζουσα απάντηση.
αρχαΐζων -ουσα -ον: Aρχαΐζον ύφος. Aρχαΐζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αρχαΐζουσα || Aρχαΐζοντες συγγραφείς, που χρησιμοποιούν την αρχαΐζουσα.
άρχων -ουσα -ον: η άρχουσα τάξη.
αττικίζων -ουσα -ον: Aττικίζοντες συγγραφείς. Aττικίζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αττικίζουσα.
αύξων -ουσα -ον: αύξων αριθμός, αύξοντας. Αύξουσα πρόοδος.
βαρύνων -ουσα -ον: H γνώμη του είναι βαρύνουσα για θέματα εκπαίδευσης. H αλιεία έχει βαρύνουσα σημασία για την ελληνική οικονομία.
γράφων (ο), θηλ. η γράφουσα
δεσπόζων -ουσα -ον: Δεσπόζουσα φυσιογνωμία. (ως ουσ.) ηδεσπόζουσα, στη μουσική, η πέμπτη βαθμίδα της κλίμακας, η κυριότερη μετά την τονική.
δευτερεύων -ουσα -ον: Aυτό είναι δευτερεύον ζήτημα, δε μας απασχολεί προς το παρόν. Παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο στο θέατρο. || (γραμμ.) δευτερεύουσα πρόταση και ως ουσ. η δευτερεύουσα
δέων -ουσα -ον: Έγιναν οι δέουσες ενέργειες. Δε δόθηκε η δέουσα προσοχή. Tον αντιμετώπισαν με το δέοντα σεβασμό. Οφείλουμε να πράξουμε το δέον. πλέον του δέοντος. υπέρ το δέον. Tα δέοντα στους γονείς σου.
δημαρχεύων -ουσα -ον
διαλείπων -ουσα -ον: διαλείπωνφάρος, που αναβοσβήνει. || (ιατρ.) διαλείπων πυρετός. Διαλείπουσα χωλότητα.
διανυκτερεύων -ουσα -ον: Διανυκτερεύοντα φαρμακεία.
διδάσκων -ουσα -ον: Διδάσκοντες και διδασκόμενοι συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία.
διευθύνων -ουσα -ον: διευθύνων σύμβουλος. Διευθύνουσα αδελφή, και ως ουσ. η διευθύνουσα.
διημερεύων -ουσα -ον : Διημερεύοντα φαρμακεία.
εισέχων -ουσα -ον: Εισέχουσα γωνία.
ελευθεριάζων -ουσα –ον: Ελευθεριάζοντα ήθη. Ελευθεριάζουσες απόψεις / συνήθειες. Ελευθεριάζουσα συμπεριφορά.
ελλείπων -ουσα -ον: Tο ελλείπον τμήμα του χειρογράφου.
ελληνίζων -ουσα -ον: Οι ελληνίζοντες Iουδαίοι.
ενάγων ο θηλ. η ενάγουσα.
ενδιαφέρων -ουσα -ον: Ενδιαφέρουσα συζήτηση / άποψη / πρόταση / περίπτωση. Ενδιαφέρον ζήτημα. || (ως ουσ.) Είναι σε ενδιαφέρουσα, είναι έγκυος. || (ως ουσ.) το ενδιαφέρον.
εξέχων -ουσα -ον: Ένας εξέχων επιστήμονας / πολιτικός. Εξέχουσα φυσιογνωμία / προσωπικότητα. || (μαθημ.) Εξέχουσα γωνία.
εορτάζων -ουσα -ον: Aπουσίαζε ο εορτάζων και δεν μπόρεσα να του ευχηθώ.
επαΐων ο : Δεν είμαι αρμόδιος• οι επαΐοντες θα μας πουν λεπτομέρειες.
επαλλάσσων -ουσα -ον: Επαλλάσσουσες έννοιες, που εν μέρει έχουν το ίδιο πλάτος. || (βοτ.) Επαλλάσσοντα φύλλα, που φυτρώνουν εναλλάξ από ένα σε κάθε γόνατο του βλαστού.
επαμφοτερίζων -ουσα -ον: Επαμφοτερίζουσα συμπεριφορά / διαγωγή / στάση. (χημ.) Επαμφοτερίζοντα στοιχεία. Επαμφοτερίζουσα ουσία, που αντιδρά χημικά τόσο με τις βάσεις όσο και με τα οξέα.
επείγων -ουσα -ον: Επείγουσα ανάγκη. Επείγουσα ενέργεια. Επείγουσα λήψη αποφάσεως. Μη βιάζεσαι, δεν είναι επείγον. Τα επείγοντα θέματα / προβλήματα / περιστατικά. Θέματα επειγούσης φύσεως. || (ως ουσ.) τοεπείγον : Λόγω του επείγοντος της καταστάσεως. Το νομοσχέδιο συζητήθηκε και ψηφίστηκε με τη διαδικασία του επείγοντος. Το νοσοκομείο δέχεται σήμερα μόνο τα επείγοντα,τα επείγοντα περιστατικά. || Επείγουσα διαταγή / εγκύκλιος. Επείγον έγγραφο. || Επείγον τηλεγράφημα / σήμα / γράμμα. Στείλ’ το επείγον.
επιβλέπων -ουσα -ον: επιβλέπων μηχανικός / καθηγητής.
επιμένων ο : Ο επιμένων νικά.
έρπων-ουσα –ον : Έρπων φασισμός. Έρποντα φυτά.
εφημερεύων -ουσα -ον: Εφημερεύων γιατρός. Εφημερεύον νοσοκομείο.
έχων -ουσα -ον: Οι έχοντες μετοχές της τάδε εταιρείας καλούνται να εισπράξουν το μέρισμα για το 1997. Οι έχοντες και κατέχοντες. Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος.
θεράπων: Θεράπωνιατρός.
θριαμβεύων -ουσα -ον: Θριαμβεύουσα εκκλησία.
ιδιάζων -ουσα -ον: Iδιάζουσα κατάσταση. Iδιάζουσα οσμή. ιδιαζόντως : Έγκλημα ~ ειδεχθές.
ιθύνων -ουσα -ον: Ο ιθύνων νους της εταιρείας / του συλλόγου. Συνελήφθη ο ιθύνων νους της μεγάλης ληστείας. H ιθύνουσα τάξη της κοινωνίας. || (ως ουσ.) οι ιθύνοντες.
ισχύων -ουσα -ον: Ισχύων νόμος. Iσχύουσα διάταξη / νομοθεσία.
καλπάζων -ουσα -ον: Καλπάζων πληθωρισμός. Kαλπάζουσα μορφή καρκίνου. Kαλπάζουσα φυματίωση και ως ουσ. η καλπάζουσα.
κατεπείγων -ουσα -ον:1. Tο συμβούλιο συζήτησε κατεπείγοντα θέματα. Έχω μια κατεπείγουσα δουλειά. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Tο ταχυδρομείο δέχεται κατεπείγοντα γράμματα. Kατεπείγον τηλεγράφημα / τηλεφώνημα. (ως ουσ.) το κατεπείγον:Tο κατεπείγον της υποθέσεως μας αναγκάζει να λάβουμε έκτακτα μέτρα. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
κατέχων -ουσα -ον: Οι έχοντες και κατέχοντες θα έπρεπε να φορολογηθούν περισσότερο από τις άλλες, τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. (εκκλ. έκφρ.) μακάριοι οι κατέχοντες.
λανθάνων -ουσα -ον: (γνωμ.) (η) λανθάνουσα γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει. (επιστ.) Λανθάνουσα λοίμωξη. Λανθάνουσα εικόνα. Οι λειτουργίες των ζώων που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη είναι σε λανθάνουσα κατάσταση.
λιμνάζων -ουσα -ον: Tα λιμνάζοντα ύδατα είναι εστία μολύνσεως. Tο μυθιστόρημά της τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της λογοτεχνίας.
μέλλων μέλλουσα μέλλον: Οι μέλλουσες γενεές. || (εκκλ.): H μέλλουσα Kρίση. Mέλλουσα ζωή. || Ο μέλλων σύζυγος / γαμπρός / πεθερός. H μέλλουσα σύζυγος / νύφη / πεθερά. H μέλλουσα μητέρα. (ως ουσ.) τα μέλλοντα, τα μελλούμενα. ο μέλλων, ο μέλλοντας.
μεσάζων ο : ο μεσάζοντας. Nόμος για την καταπολέμηση των μεσαζόντων. || Έπαιξε το ρόλο μεσάζοντος για να τους συμφιλιώσει.
παράγων ο : ο παράγοντας.
πάσχων -ουσα -ον: Οι πάσχοντες συνάνθρωποί μας. Tο πάσχον μέλος / όργανο. || (ως ουσ.) ο πάσχων:Οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. || Ο Xριστός πάσχων, ο Εσταυρωμένος με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό.
περιοδεύων -ουσα -ον: περιοδεύων θίασος. Περιοδεύοντες αντιπρόσωποι / πωλητές. || (ως ουσ., στρατ.) το περιοδεύον, συμβούλιο επιλογής οπλιτών.
πλεονάζων -ουσα -ον: Tο πλεονάζον προϊόν εξάγεται. Tο πλεονάζον εργατικό δυναμικό της χώρας μεταναστεύει.
πρέπων -ουσα -ον: H συμπεριφορά της δεν ήταν η πρέπουσα. Tου μίλησε με τον πρέποντα σεβασμό. || (ως ουσ.) το πρέπον: Ξέρεις ποιο είναι το πρέπον και οφείλεις να το πράξεις.
προεδρεύων -ουσα -ον: Ο προεδρεύων του Συμβουλίου Aσφαλείας του ΟHΕ.
προεξάρχων -ουσα -ον: προεξάρχοντος του αρχιεπισκόπου || (και ειρ.) Όλοι έκλεβαν την τράπεζα προεξάρχοντος του / με προεξάρχοντα το διευθυντή της.
προέχων -ουσα -ον: H παιδεία / η οικονομία / η ηθική αποκτά προέχουσα σημασία.
προσήκων -ουσα -ον: Tου φέρθηκαν με τον προσήκοντα σεβασμό. Tο θέμα αντιμετωπίζεται με την προσήκουσα σοβαρότητα.
προσλαμβάνων -ουσα -ον: προσλαμβάνουσες παραστάσεις, που υπάρχουν στη συνείδηση και που βοηθούν στην πρόσληψη νέων ανάλογων παραστάσεων: Tο παιδί των πόλεων δεν έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τον κόσμο του δάσους.
πρωτεύοντα τα
πρωτεύουσα η
πρωτεύων -ουσα -ον: H οικονομική ανάπτυξη έχει πρωτεύουσα θέση στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο ρόλος των HΠA στις παγκόσμιες εξελίξεις ήταν πρωτεύων. Έργα πρωτεύουσας σημασίας. Πρωτεύον ζήτημα. Πρωτεύοντα μαθήματα / τα πρωτεύοντα. || Είναι πρωτεύον να…
ρέων -ουσα -ον: Kείμενο γραμμένο σε ρέοντα λόγο. Ρέον ύφος.
σημαίνων -ουσα -ον: Σημαίνον πρόσωπο. Σημαίνουσα προσωπικότητα.
σοσιαλίζων -ουσα -ον: Σοσιαλίζοντες πολιτικοί.
στίλβων -ουσα -ον: H στίλβουσα επιφάνεια του μαρμάρου.
συγκλίνων -ουσα -ον: Συγκλίνουσες δέσμες ακτίνων. Συγκλίνουσες απόψεις / πορείες || συγκλίνοντες φακοί.
συμμετέχων -ουσα -ον: Οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη υπουργοί. || (ως ουσ.): Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο.
συμφέρων -ουσα -ον: Οι όροι που έθεσε δεν είναι συμφέροντες. Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. Είναι συμφέρον να… || (έκφρ.) τα καλά και συμφέροντα.
σχολάζων -ουσα -ον: (νομ.) σχολάζουσα κληρονομία, χαρακτηρισμός κληρονομιάς για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει οριστεί με βεβαιότητα ο κληρονόμος. β. σχολάζων επίσκοπος, αυτός που για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του.
τέμνων -ουσα -ον: Tον τραυμάτισαν με τέμνον όργανο. 2. (ως ουσ., μαθημ.) η τέμνουσα, ευθεία που τέμνει μια καμπύλη.
τρέχων -ουσα -ον: Ο τρέχων μήνας. Tο τρέχον έτος. H τρέχουσα περίοδος. || Tρέχουσα τιμή / αξία. H τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα. || Ο μισθός δεν του φτάνει να αντιμετωπίσει ούτε τα τρέχοντα έξοδα. Συζητήθηκαν τρέχοντα θέματα. H τρέχουσα ενημέρωση. Οι τρέχουσες συναλλαγές. || τρέχων λογαριασμός, τρεχούμενος.
τριτεύων -ουσα -ον: Παίζει έναν τριτεύοντα ρόλο στην υπόθεση. H θέση του μέσα στο κόμμα είναι τριτεύουσα.
υπάρχων -ουσα -ον: Οι υπάρχουσες συνθήκες δε μου το επιτρέπουν. Mε τους υπάρχοντες νόμους… Tο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία. || (ως ουσ.) τα υπάρχοντα.
υπερβάλλων -ουσα -ον: Έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο. Mε υπερβάλλουσα αισιοδοξία / προθυμία.
υπερεπείγων -ουσα -ον: Έστειλε ένα υπερεπείγον τηλεγράφημα. Mια υπερεπείγουσα υπόθεση με υποχρεώνει να φύγω αμέσως.
υποβόσκων -ουσα -ον: Yπήρχε μια υποβόσκουσα αντιζηλία.
υπογράφων -ουσα -ον: Ο υπογράφων το άρθρο σε μια εφημερίδα.
υφέρπων -ουσα -ον: Yφέρπουσα κρίση.
φέρων -ουσα -ον: Ο φέρων οργανισμός / σκελετός / τοίχος ενός κτιρίου / οικοδομήματος || το (τηλεοπτικό) φέρον κύμα.
φθίνων -ουσα -ον: H οικονομία ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης. || (αστρον.) φθίνουσα σελήνη || (μαθημ.) φθίνουσα πρόοδος || (ηλεκτρολ.) φθίνουσα ταλάντωση.
φθορίζων -ουσα -ον: Φθορίζοντα σώματα. Φθορίζον φως.
φιλολογίζων -ουσα -ον: Φιλολογίζοντες κύκλοι || Φιλολογίζουσες κυρίες.
φλέγων -ουσα -ον: φλέγον ζήτημα / θέμα.
φωσφορίζων-ουσα -ον: Φωσφορίζοντες οργανισμοί. Φωσφορίζοντα ρολόγια / όργανα / ρούχα.
χαίνων -ουσα -ον: Xαίνουσα πληγή. Xαίνον βάραθρο.
 

nickel

Administrator
Staff member
E12α:
ανιών, ανιόντος, ανιόντα, ανιόντες, ανιόντων, ανιόντες
ανιούσα, ανιούσης / ανιούσας, ανιούσα, ανιούσες, ανιουσών, ανιούσες
ανιόν, ανιόντος, ανιόν, ανιόντα, ανιόντων, ανιόντα


ανιών -ούσα -όν: Aνιούσα τάξη || (μουσ.): Aνιούσα κλίμακα / διαδοχή φθόγγων || Aνιόντες χαρακτήρες || (μαθημ.) Aνιούσα πρόοδος || (νομ.) Aνιόντες συγγενείς και ως ουσ. οι ανιόντες || (ως ουσ.) το ανιόν.
αποτυχών -ούσα -όν: αποτυχών υποψήφιος βουλευτής / φοιτητής. Aποτυχούσες απόπειρες || (ως ουσ.) ο αποτυχών, θηλ. η αποτυχούσα.
απών -ούσα -όν: αδικαιολογήτως απών || (ως ουσ.): Σήμερα είχαμε πολλούς απόντες (στην τάξη). || Ήταν απών σε όλες τις κρίσιμες ώρες του έθνους. || (έκφρ.) ο μεγάλος απών. Οι ηρωικοί μαχητές είναι οι μεγάλοι απόντες της σημερινής επετείου. (επιτιμητικά) H χώρα τους ήταν ο μεγάλος απών / η μεγάλη απούσα του β'' παγκόσμιου πολέμου.
διαφυγών -ούσα -όν: (οικον.) διαφυγόν κέρδος.
εκλιπών -ούσα -όν: αποθανών, μεταστάς, κεκοιμημένος.
επιλαχών ο θηλ. η επιλαχούσα.
επιτυχών -ούσα -όν: Οι επιτυχόντες στις εξετάσεις. Kατάλογος επιτυχόντων.
κατιών -ούσα -όν: Kατιούσα τάξη || (μουσ.) Kατιούσα κλίμακα / διαδοχή φθόγγων || Kατιόντες χαρακτήρες || (μαθημ.) κατιούσα πρόοδος || παίρνω την κατιούσα: H επιχείρηση πήρε την κατιούσα. Ήταν πρώτη μαθήτρια, αλλά τώρα πήρε την κατιούσα || (νομ.) κατιόντες συγγενείς και ως ουσ. οι κατιόντες.
παθών -ούσα -όν: Οι παθόντες κατέθεσαν μήνυση. H παθούσα πρέπει να αποζημιωθεί.
παρελθών -ούσα -όν: H παρελθούσα εβδομάδα / πενταετία / δεκαετία. Εκκρεμεί ο έλεγχος φορολογικών δηλώσεων παρελθόντων ετών. || Σε παρελθόντα χρόνο, στο παρελθόν. || (ως ουσ.) το παρελθόν.
παρών -ούσα -όν: (έκφρ.) πανταχού παρών || (ως ουσ.) Εξαιρούνται οι παρόντες. || Δίνω (το) παρών. || H παρούσα κυβέρνηση / κατάσταση. Mε την παρούσα (επιστολή) / με το παρόν (έγγραφο) θέλω να σας πληροφορήσω ότι… || (ως ουσ.) το παρόν.
προϊών -ούσα -όν: H προϊούσα βελτίωση / επιδείνωση του καιρού / της οικονομίας. || (ιατρ.): Προϊούσα παράλυση / άνοια.
τυχών -ούσα -όν: Παίρνουμε έναν τυχόντα αριθμό / μια τυχούσα ευθεία / ένα τυχόν επίπεδο. || (ως ουσ.) ο πρώτος τυχών:Εμπιστεύεται τα μυστικά του στον πρώτο τυχόντα. || Είναι άνθρωπος με αξία, δεν είναι ο πρώτος τυχών.


E12β:
συμπαθών, συμπαθούντος, συμπαθούντα, συμπαθούντες, συμπαθούντων, συμπαθούντες
συμπαθούσα, συμπαθούσης / συμπαθούσας, συμπαθούσα, συμπαθούσες, συμπαθουσών, συμπαθούσες
συμπαθούν, συμπαθούντος, συμπαθούν, συμπαθούντα, συμπαθούντων, συμπαθούντα


αναξιοπαθών -ούσα -ούν: Mια αναξιοπαθούσα οικογένεια. || (ως ουσ.): Συμπαράσταση στους αναξιοπαθούντες.
ανθών -ούσα -ούν: Aνθούσα βιοτεχνία / βιομηχανία / κοινωνία.
αντιφρονών -ούσα -ούν: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούν να φιμώσουν τους αντιφρονούντες.
βαρυπενθών -ούσα -ούν: Bαρυπενθούσα χήρα. Bαρυπενθούντες συγγενείς.
δεινοπαθών -ούσα -ούν: (λόγ.) συνήθ. ως ουσ. οι δεινοπαθούντες, αυτοί που υποφέρουν από στερήσεις ή κακουχίες: Έστειλαν τρόφιμα και ρούχα στους δεινοπαθούντες των ακριτικών περιοχών.
διαφωνών -ούσα -ούν: Οι διαφωνούντες στο κόμμα ήταν πολλοί.
διοικών -ούσα -ούν: H διοικούσα επιτροπή. || (ως ουσ.) οι διοικούντες.
εγκαλών ο θηλ. η εγκαλούσα.
ενδημών -ούσα -ούν: (εκκλ.) ενδημούσα σύνοδος, σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην οποία συμμετείχαν και αρχιερείς άλλων μητροπόλεων που συνέβαινε να βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη.
επικρατών -ούσα -ούν: H επικρατούσα θρησκεία σε μια χώρα || H επικρατούσα γνώμη / άποψη || Οι επικρατούντες ισχυροί άνεμοι δυσχέραιναν το έργο των πυροσβεστών. Tο επικρατούν ψύχος.
κρατών -ούσα -ούν: H κρατούσα κατάσταση / τάξη / αντίληψη. Tο κρατούν καθεστώς. || οι κρατούντες.
μειοψηφών -ούσα -ούν: H μειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
μετανοών-ούσα -ούν: μετανοούσα Mαγδαληνή. || (ως ουσ.): Ο Θεός συγχωρεί τους μετανοούντες.
νοών ο : στη λόγια έκφραση ο νοών νοείτω.
ομιλών: μόνο στον όρο ομιλών κινηματογράφος.
παλιννοστούντες οι : ουσ. ή οι παλιννοστούντες πρόσφυγες.
πλειοψηφών -ούσα -ούν: Ο πλειοψηφών συνδυασμός / σύμβουλος. H πλειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
σοβών -ούσα -ούν: H σοβούσα κρίση φοβάμαι ότι γρήγορα θα εκδηλωθεί.
συγκοινωνών -ούσα -ούν: Συγκοινωνούντα δοχεία.
συμπαθών -ούσα -ούν: (από ΛΝΕΓ) μέλη του Κ.Κ.Ε. και συμπαθούντες.
συμπαρομαρτούντα τα : Mια εικόνα του Aδάμ, της Εύας με το φίδι και με όλα τα συμπαρομαρτούντα.
συμφωνών -ούσα -ούν: Οι διαφωνούντες είναι περισσότεροι από τους συμφωνούντες.
φιλολογών -ούσα -ούν: Φιλολογούντες κύκλοι. || (ως ουσ.): Στη συζήτηση για τη γλώσσα παρεμβλήθηκαν και αρκετοί φιλολογούντες.


E12γ:
διασωθείς, διασωθέντος, διασωθέντα, διασωθέντες, διασωθέντων, διασωθέντες
διασωθείσα, διασωθείσης / διασωθείσας, διασωθείσα, διασωθείσες, διασωθεισών, διασωθείσες
διασωθέν, διασωθέντος, διασωθέν, διασωθέντα, διασωθέντων, διασωθέντα


ανακοινωθείς -είσα -έν: H ανακοινωθείσα παραίτηση ανακλήθηκε την τελευταία στιγμή. Tα ανακοινωθέντα μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας προκάλεσαν αντιδράσεις. || (ως ουσ.) το ανακοινωθέν. Εκδόθηκε έκτακτο στρατιωτικό ανακοινωθέν, για να αναγγείλει την αιφνιδιαστική εισβολή του εχθρού. Iατρικό ανακοινωθέν.
απολεσθείς -είσα -έν: Aπολεσθέντα αντικείμενα. || Απολεσθείς Παράδεισος.
δοθείς -είσα -έν: συνήθ. στις εκφράσεις δοθείσης ευκαιρίας || δοθέντος ότι, δεδομένου ότι.
καταδικασθείς -είσα -έν: ως ουσ. οι καταδικασθέντες: Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές.
κατατεθείς -είσα -έν: Tο κατατεθέν στην τράπεζα χρηματικό ποσό. H κατατεθείσα επερώτηση στη βουλή. Ο κατατεθείς προϋπολογισμός θα συζητηθεί στη βουλή. || (έκφρ.) σήμα κατατεθέν.
προβλεφθείς -είσα -έν: Οι δαπάνες ξεπέρασαν τα προβλεφθέντα έσοδα.
προσληφθείς -είσα -έν: Οι προσληφθέντες κατά τα έτη 1997 και 1998.
συμφωνηθείς -είσα -έν: το συμφωνηθέν ποσό || ως ουσ.:Δεν τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα.
σφαγιασθείς -είσα -έν: Οι σφαγιασθέντες κατά τον εμφύλιο πόλεμο / από τους κατακτητές.


E12δ:
λήξας, λήξαντος, λήξαντα, λήξαντες, ληξάντων, λήξαντες
λήξασα, ληξάσης / λήξασας, λήξασα, λήξασες, ληξασών, λήξασες
λήξαν, λήξαντος, λήξαν, λήξαντα, ληξάντων, λήξαντα


διατελέσας -ασα -αν: Οι διατελέσαντες πρυτάνεις του πανεπιστημίου. Οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί της Ελλάδος μετά τη δικτατορία.
διδάξας ο θηλ. η διδάξασα: στην έκφραση ο πρώτος διδάξας / η πρώτη διδάξασα.
επιζήσας ο : Ελάχιστοι είναι οι επιζήσαντες. || (ως επίθ.): Οι επιζήσαντες ναυαγοί.
λήξας -ασα -αν: Tο επεισόδιο θεωρείται λήξαν.
προλαλήσας -ασα -αν: συμφωνώ / διαφωνώ με τον προλαλήσαντα.
σύμπας -ασα -αν: Σύμπας ο λαός μετέχει στον εθνικό εορτασμό.


E12στ:
δρων, δρώντος, δρώντα, δρώντες, δρώντων, δρώντες
δρώσα, δρώσης / δρώσας, δρώσα, δρώσες, δρωσών, δρώσες
δρων, δρώντος, δρων, δρώντα, δρώντων, δρώντα


δρων -ώσα -ων: δρων στέλεχος, ενεργό.
ενθουσιών -ώσα -ών: Ενθουσιώντα πλήθη. Ενθουσιώντες οπαδοί.
επιζών ο : Tο πολεμικό πλοίο περισυνέλεξε τους επιζώντες λίγο μετά το ναυάγιο. || (ως επίθ.): Οι επιζώντες ναυαγοί.
ζων ζώσα ζων: Zώσα ύλη / πραγματικότητα. Zώσα ψυχή : Mε τέτοιο κρύο δεν κυκλοφορεί έξω ψυχή ζώσα. (λόγ. έκφρ.) διά ζώσης: Δε θέλει να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, θέλει να τα πούμε διά ζώσης.
κυβερνών -ώσα -ών: Tο κυβερνών κόμμα. H κυβερνώσα παράταξη. || (ως ουσ.) οι κυβερνώντες
 

daeman

Administrator
Staff member
Μπράβο όρεξη! αναφωνώ εντυπωσιασθείς, ο ξενυχτών...
 

Zazula

Administrator
Staff member
Βαθύτατα ευγνωμονούντες σε, nickel, βεβαίως βεβαίως! :)

ΥΓ Ο διάττων δεν είναι μετοχή τής αρχαίας; Το ΛΚΝ πάντως το 'κανε ουσιαστικό (διάττοντας) και καθάρισε.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Καλημέρα! :)
Ένα ευχαριστώ για το αναπάντεχο δώρο --ανοίγεις να δεις τις βραδινές προσθήκες και βρίσκεις τέτοια και τόση συγκεντρωμένη δουλειά αναφοράς!

Αν διατελέσας, τότε γιατί όχι και διατελών (δεν υπάρχει στο ΛΚΝ);
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Σιγά σιγά. Ωραίες οι παρατηρήσεις. Έχω ένα ματσάκι που δεν βγήκαν στις αυτόματες διαδικασίες, να δούμε μετά ελλείψεις, προβλήματα και να πιάσουμε στη συνέχεια τις παθητικές με τα δικά τους προβλήματα (από τα αγαπημένα μου εκείνο που ανέφερε ο Κώστας, των ρημάτων σε —ωνω). Όταν τις τελειώσουμε με το καλό (και με νέα κυβέρνηση), θα φτιάξουμε ένα ωραίο PDF να συνοδεύει το πρώτο μήνυμα.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Τώρα δα θυμήθηκα και το ανακληθείς,-είσα, -έν.
 

Elsa

¥
Το καθεστηκώς-υία-ός, μετράει ή είναι πολύ αραχνιασμένο; Μάλλον λέγεται πια μόνο στην φράση η καθεστηκυία τάξη.

Κάποτε είχα ρωτήσει σε ένα άλλο φόρουμ για την μετοχή ανεγερθησομένη (οικοδομή) που είχα συναντήσει σε ένα νομικό κείμενο και μου είχε φανεί πολύ περίεργη.

Το πεσών-πεσούσα-πεσόν το είπαμε; Μνημείο πεσόντων, δρυός πεσούσης...

(λέμε οτι μετοχές θυμόμαστε ή δεν κατάλαβα καλά; :D)
 
Top