Παρότι αντιλαμβάνομαι ότι δεν υπάρχει ακόμα αντίστοιχος ελληνικός όρος (βλέπουμε να χρησιμοποιείται ο αγγλικός σε σχετικά κείμενα της ελληνικής, πράγμα διόλου περίεργο: και η ιταλική Wikipedia γράφει «Il termine in lingua italiana ancora oggi non esiste, per cui ha solo un aspetto di forme visive.»), θα πρότεινα «οπτική κοινόλεκτος».
Σύμφωνα με το ΜΗΛΝΕΓ η κοινόλεκτος είναι:
Κοινή μορφή γλώσσας, που χρησιμοποιείται από το σύνολο των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας, ακόμα και από εκείνους που σε ορισμένες περιστάσεις επικοινωνίας χρησιμοποιούν τοπικά ιδιώματα ή άλλες γλωσσικές ποικιλίες· συνήθως είναι γλώσσα του διοικητικού κέντρου, της γραφειοκρατίας και της εκπαίδευσης μιας χώρας και απολαμβάνει ιδιαίτερα υψηλό γόητρο σε σχέση με τις τοπικής εμβέλειας παραλλαγές, ιδιώματα, κοινωνιολέκτους ή διαλέκτους.