metafrasi banner

verdigris

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η ερώτηση είναι μάλλον χημική :), αλλά και γλωσσική συνάμα.

Verdigris (που ετυμολογείται κατά το άρθρο της βίκης από το παλιό γαλλικό verte grez, παραλλαγή του vert-de-Grèce, «πράσινο της Ελλάδας») είναι η χαρακτηριστική πρασινωπή σκουριά του χαλκού.

Στο κείμενό μου, το εξηγεί: verdigris (copper chloride), δηλαδή χλωριούχος χαλκός.

Όμως, από το σκάψιμο στο διαδίκτυο βρίσκω ότι χημικά αντιστοιχεί στο copper acetate, δηλαδή τον οξικό χαλκό. Έχει επομένως λάθος το πρωτότυπο βιβλίο μου ή χρησιμοποιείται άραγε και για τον χλωριούχο χαλκό ο όρος verdigris;

Και δεύτερο, στις ανασκαφές βρήκα τον όμορφο όρο χάλκανθος, αλλά δεν μπόρεσα να επαληθεύσω αν αποδίδει κάποια από τις παραπάνω ουσίες (μόνο με τις φωτογραφίες είναι δύσκολο, όλες ένα πράσινωπό μέταλλο δείχνουν).
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Από το άρθρο της Βίκης, αυτό κατάλαβα. Εδώ μιλάμε για τη φυσική πατίνα του χαλκού, που έχει πράσινο χρώμα, και είναι μείγμα πολλών συστατικών. Αν η οξείδωση του χαλκού γίνεται δίπλα στη θάλασσα υπάρχει και χλωριούχος χαλκός. Αν γίνει με τη βοήθεια ξιδιού, οξικός χαλκός είναι παρών. Αλλά περιέχει και ανθρακικό χαλκό, λόγω του διοξειδίου του άνθρακα της ατμόσφαιρας.

Verdigris is the common name for a green pigment obtained through the application of acetic acid to copper plates or the natural patina formed when copper, brass or bronze is weathered and exposed to air or seawater over a period of time. It is usually a basic copper carbonate, but near the sea will be a basic copper chloride. If acetic acid is present at the time of weathering, it may consist of copper(II) acetate.

Verdigris is a complex chemical mixture of compounds, complexes and water. The primary components are copper salts of acetate, carbonate, chloride, formate, hydroxide and sulfate. The secondary components are other metallic salts, acids (organic and mineral), atmospheric gases and water. All the components are in an ever-changing and extremely sophisticated electrochemical reaction equilibrium that is dependent on the ambient environment.

Όσο για την ερώτησή σου, αν είναι λάθος να ονομάσει verdigris τον χλωριούχο χαλκό, προφανώς δεν είναι ούτε εντελώς λάθος ούτε εντελώς σωστό. Είναι ένα από τα συστατικά του μείγματος. Οπότε, το λάθος είναι να θεωρήσεις ότι πρόκειται για μία ουσία, ενώ είναι μείγμα πολλών.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δηλαδή, είναι δόκιμο να πούμε αυτήν την πράσινη σκουριά, το verdigris, πατίνα; Μπορούμε να πούμε ότι ένας αλχημιστής χρησιμοποιούσε στα μείγματά του πατίνα;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Πατίνα του χαλκού, επειδή ο όρος χρησιμοποιείται και για άλλα υλικά απ' ό,τι ξέρω ή ακόμα και μεταφορικά. Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει ελληνικό όνομα γι' αυτή τη χρωστική;
Διαβάζω κι εδώ που μιλάει για έξι αποχρώσεις πατίνας, αλλά δεν αναφέρει τη λέξη verdigris.
Εδώ βλέπω ότι μεταφράζουν το verdigris ως γάνιασμα, σκουριά χαλκού.

Ακόμα και σκουριά χαλκού να πεις, νομίζω ότι μια χαρά είναι.
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν θα έβαζα την πατίνα, γιατί αλλού συνήθως μας παραπέμπει. Θα έβαζα τη χαλκοσκουριά. Θα έβαζα το οξείδιο του χαλκού, αν με διαβεβαιώνατε ότι είναι το ίδιο πράγμα. Μάλλον δεν θα έβαζα το χάλκανθο:

χάλκ-ανθον, τό,
solution of blue vitriol (copper sulphate), used for ink and for shoemaker's blacking
(LSJ)
(αρχ.) θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.).
(ΠαπΛεξ)
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Όχι, δεν είναι το ίδιο πράγμα το οξείδιο του χαλκού. Η πατίνα αποτελείται από άλατα χαλκού.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Εδώ (Webster's Online) δίνει:

verdigris = γάνα (soot, verdigris), πρασινάδα χαλκού (verdigris), χαλκοσκουριά (verdigris)

Τη λέξη γάνα δεν την ήξερα (ήξερα μέχρι γανώματα, γανωματήδες κλπ.). Ίσως είναι τελικά η λέξη που ταιριάζει καλύτερα (μαζί με τη σαφή χαλκοσκουριά).
Από το ΛΚΝ:

γάνα η [γána] Ο25 : 1. πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. 2. καπνιά που δημιουργείται εξωτερικά στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. || μουντζούρα, και στη λαογραφία το μουντζούρωμα του προσώπου εκείνων που ήθελαν να διαπομπέψουν. 3. το λευκό επίχρισμα της γλώσσας που οφείλεται συνήθ. σε δυσπεψία.

[γαν(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.) (η σημ. από το υλικό που χρησιμοποιείται στο γάνωμα)]
 
Top