Στα δυο γενικά αγγλοελληνικά λεξικά μου (G-Word και Πατάκη) δεν υπάρχει ερμηνεία του toll που να εξηγεί αυτή τη σύμφραση. Οι βασικές ερμηνείες της λέξης ακολουθούν τις δύο βασικές ερμηνείες της, όπως τις δίνει και το OED, και είναι:
1 a charge payable to use a bridge or road και 2 the number of deaths or casualties arising from a natural disaster, conflict, accident, etc.
Ο όρος χρησιμοποιείται σε κατασκευαστικό συγκείμενο. Έτσι, μια ειδικότερη αναζήτηση δίνει τα εξής παρεμφερή:
tolling agreement: Συμφωνία ανάθεσης σε μονάδα επεξεργασίας ορισμένης ποσότητας πρώτων υλών κλπ. σε ορισμένο χρονικό διάστημα. (Χρυσοβιτσιώτης)
toll manufacturing: An arrangement in which a company(which has a specialized equipment) processes raw materials or semifinished goods for another company. Also called toll processing. BusinessDictionary.com
Τέλος, στο proZ, που δίνει την αντιστοιχία EN>FR: toll producer > sous-traitant, δίνει και ορισμό του toll producer, ατυχώς με σύνδεσμο που δεν λειτουργεί:
toll producer: A company that specialises in scaling up a process to provide a product for another company is often know as a 'toll producer'. Such companies regularly scale up new laboratory scale processes for their customers and are likely to employ a number of chemists that specialise in this area. Some companies will have only one or two new processes to scale up every few years, while others will have a continuous programme of such activity. Both will need to put together project teams to cover the process of moving from laboratory to plant, but the number of people and the different specialists needed will depend on the size of the project.
Ουσιαστικά δηλαδή, και αν καταλαβαίνω σωστά, δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν εξειδικευμένο υπεργολάβο/υποκατασκευαστή. Αρκεί κάποια από αυτές τις γενικότερες αποδόσεις ή χρειάζεται κάτι ειδικότερο;
1 a charge payable to use a bridge or road και 2 the number of deaths or casualties arising from a natural disaster, conflict, accident, etc.
Ο όρος χρησιμοποιείται σε κατασκευαστικό συγκείμενο. Έτσι, μια ειδικότερη αναζήτηση δίνει τα εξής παρεμφερή:
tolling agreement: Συμφωνία ανάθεσης σε μονάδα επεξεργασίας ορισμένης ποσότητας πρώτων υλών κλπ. σε ορισμένο χρονικό διάστημα. (Χρυσοβιτσιώτης)
toll manufacturing: An arrangement in which a company(which has a specialized equipment) processes raw materials or semifinished goods for another company. Also called toll processing. BusinessDictionary.com
Τέλος, στο proZ, που δίνει την αντιστοιχία EN>FR: toll producer > sous-traitant, δίνει και ορισμό του toll producer, ατυχώς με σύνδεσμο που δεν λειτουργεί:
toll producer: A company that specialises in scaling up a process to provide a product for another company is often know as a 'toll producer'. Such companies regularly scale up new laboratory scale processes for their customers and are likely to employ a number of chemists that specialise in this area. Some companies will have only one or two new processes to scale up every few years, while others will have a continuous programme of such activity. Both will need to put together project teams to cover the process of moving from laboratory to plant, but the number of people and the different specialists needed will depend on the size of the project.
Ουσιαστικά δηλαδή, και αν καταλαβαίνω σωστά, δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν εξειδικευμένο υπεργολάβο/υποκατασκευαστή. Αρκεί κάποια από αυτές τις γενικότερες αποδόσεις ή χρειάζεται κάτι ειδικότερο;