- A carton in which soap is packed.
- A temporary platform used while making an impromptu or nonofficial public speech.
Και στα ελληνικά λεξικά υπάρχει:
- Κιβώτιο ή κούτα σαπουνιών.
- (μτφ.) (κασόνι χρησιμοποιούμενο ως) βήμα αυτοσχέδιου ρήτορα.
Και από το "βήμα αυτοσχέδιου ρήτορα", πάμε γενικώς στο "αυτοσχέδιο", όταν χρησιμοποιείται ως επίθετο. Π.χ. soapbox car, αυτοσχέδιο αυτοκινητάκι.
Όταν βλέπω* λοιπόν να έχει αποδοθεί σε μεταγλώττιση παιδικής σειράς το soapbox car ως θήκη σαπουνιού, μου ανάβουν λίγο τα λαμπάκια.
Soapbox cars
*Λέω "βλέπω" και όχι "ακούω" επειδή το βλέπω γραμμένο σε σενάριο μεταγλώττισης, που μου δίνεται ως reference όταν υποτιτλίζω κάτι που έχει μεταφραστεί και για μεταγλώττιση. Βέβαια, ο μεταφραστής της μεταγλώττισης λειτουργεί όπως ο μεταφραστής βιβλίου. Μπορεί να γράφει ό,τι θέλει, και πρέπει να ακούσεις κάτι εξωφρενικό για να υποψιαστείς πως αποκλείεται το πρωτότυπο να έλεγε κάτι τέτοιο.