metafrasi banner

sedentarization

Earion

Moderator
Staff member
Η διαδικασία μετάβασης από το στάδιο του νομαδισμού στη μόνιμη εγκατάσταση σε ένα χώρο (The transition from nomadic to permanent, year-round settlement).

Αντιγράφω από τον ορισμό που δίνει η αγγλική Βικιπαίδεια, η οποία ωστόσο παραπέμπει στο sedentism, όρο της εθνολογίας, αντιδιαστέλλοντάς τον από το sedentary lifestyle, που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη διαβίωση.

Το ουσιαστικό είναι παράγωγο του επιθέτου sedentary, που έχει αποδοθεί ελληνικά εδραίος.
Πώς θα το αποδίδαμε στα ελληνικά, αν δεν θέλουμε να πέσουμε για μυριοστή φορά στην ανέμπνευστη λύση των σύνθετων σε –ποίηση και να πούμε *εδραιοποίηση;

Τα διαδικτυακά ευρήματα της εδραιοποίησης δεν είναι πολλά. Μάλιστα αρκετά από αυτά , όσα δηλαδή δεν έχουν να κάνουν με την κυβερνητική πολιτική στέγασης των Τσιγγάνων / Ρομ ή των Μουσουλμάνων, διόλου δεν αφορούν διαδικασίες «εδραιοποίησης». Οι συγγραφείς απλώς δεν ήθελαν να πουν «εδραίωση». Είναι αυτό που ονομάζω «γραμματιζούμενη αναβάθμιση διά της περιπλοκής».

Λόγου χάρη:
Η εδραιοποίηση του μύθου, ή μιας της πολιτικής δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά την εδραίωσή τους.

Το ίδιο, φαντάζομαι, θα ισχύει και για τις τράπεζες, όπως και για την εδραίωση, όχι *εδραιοποίηση του φαινομένου της αποχής.

Προτάσεις;
 

pidyo

New member
(Η δεύτερη σημασία του εδραίος δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα συμπαραδηλώσεων στη μετάφραση του sedentary).

Ενδημισμός (κατ' αντιδιαστολή προς τον αποδημητικό χαρακτήρα των νομάδων) ακούγεται πολύ επίπλαστο;
 

daeman

Administrator
Staff member
Καλημέρα.

Ο γκούγκλης δίνει λίγα ευρήματα για την περίφραση "εγκατάσταση νομάδων" και ουσιαστικά μόνο ένα για την "εγκατάσταση νομαδικών πληθυσμών".

Δεν ξέρω αν υπάρχει καθιερωμένος όρος, αλλά ίσως μπορεί να χρησιμέψει η ενδημία, με τη δεύτερη σημασία βέβαια, αν και δεν σκέφτομαι τώρα τρόπο να γλιτώσουμε κι εδώ από την -ποίηση:
ενδημία η [enδimía] O25 : α.(ιατρ.) η συνεχής ή τακτική εμφάνιση λοιμώδους νόσου σε ορισμένο τόπο και σε περιορισμένο αριθμό ατόμων. β. (λόγ.) διαρκής διαμονή σε ορισμένο τόπο. [λόγ.: β: ελνστ. ἐνδημία `κατοικία σε έναν τόπο΄· α: γαλλ. endém(ie) -ία (κατά το epidémie = επιδημία) με βάση την αρχ. φρ. ἔνδημον νόσημα `ενδημικό νόσημα΄]



Προσθήκη: Τώρα βλέπω του π2 αποπάνω. Κι εμένα μου άρεσε ο ενδημισμός, αλλά τα σχετικά ευρήματα με αποθαρρύνουν λιγάκι, ιδίως αυτό της Βικιπαίδειας:
Στη βιολογία, ενδημικό ονομάζεται ένα είδος, είτε του ζωικού βασιλείου είτε του φυτικού, που ζει σε έναν οριοθετημένο (ή και απομονωμένο) γεωγραφικό χώρο. Για να είναι ενδημικό ένα είδος πρέπει να έχει δημιουργηθεί και να έχει εξελιχθεί σε εκείνον τον χώρο.
Με μεταφορική έννοια, η λέξη χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει ένα κοινωνικό φαινόμενο που επαναλαμβάνεται / αναπαράγεται συνεχώς σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή ένα συγκεκριμένο τομέα.

Σε κάθε περίπτωση, επικουρικά μόνο μπλέκομαι εδώ, μακριά από τα χωράφια μου. :)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Απλώς να προσθέσω μερικές άλλες αποδόσεις του sedentary από τη βάση της ΙΑΤΕ, κυρίως από τεχνικά κείμενα, μήπως δώσουν κάποια έμπνευση (που δυσκολεύομαι να δω ποια θα μπορούσε να είναι, αφού η επιδημία είναι αγκαζέ).

sedentary = μόνιμος (κοινων. επιστήμες), αυτόχθων (γεωργία: sedentary soil = αυτόχθον έδαφος), καθιστικός (βιολογία: sedentary fish = καθιστικοί ιχθύες, sedentary species = καθιστικό είδος, εργατικά: καθιστική εργασία), αμετάβατος (βιολογία: sedentary fish = αμετάβατοι ιχθύες), μόνιμος (εργατικά: sedentary employee = μόνιμος υπάλληλος, σε μόνιμη θέση), επιδημητικός (βιολογία: sedentary species = επιδημητικό είδος)
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Αφού είναι καθιερωμένο το εδραίος για την περιγραφή των μόνιμα εγκαταστημένων, πιστεύω ότι η διαδικασία sedentarization μπορεί (ή πρέπει) να γίνει το ανέμπνευστο πλην ακριβές εδραιοποίηση.
 
Top