Το φαγγρί είναι λέξη που την έχουμε από τα αρχαία τα χρόνια (όπως και το ψάρι στις θάλασσές μας), γι’ αυτό σεβόμαστε κι αυτό το –γγρ– εκεί που τα περισσότερα τα κάνουμε –γκρ–. Ήταν ο φάγρος και από υποκοριστικό το φαγρίον φτάσαμε στο φαγγρί. Πλην του Μείζονος όλα τα λεξικά θέλουν φαγγρί.
Εγγραφή στο LSJ:
φάγρος, ὁ,
sea-bream or braize, Pagrus vulgaris, Hp.lnt. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, Arist.HA598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, BGU1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in Hsch.
Cret., whetstone, Simm.27.
Πολλές αναφορές στους Δειπνοσοφιστές:sea-bream or braize, Pagrus vulgaris, Hp.lnt. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, Arist.HA598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, BGU1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in Hsch.
Cret., whetstone, Simm.27.
http://remacle.org/bloodwolf/erudits/athenee/livre7gr.htm
σε πανέμορφη σελίδα εδώ: http://www.matia.gr/7/78/7806/7806_1_10.html
ή σ’ έναν που φαίνεται να ξέρει τι λέει εδώ: http://fishingmania.pblogs.gr/pages/4.html
Σε μία ή δύο αρχαίες γραμματικές εμφανίστηκε ένας κατά τ’ άλλα άγνωστος πάγρος δίπλα στον φάγρο (που μάλιστα δεν ξέρουν αν είναι παραφθορά της ίδιας λέξης).
Οι Λατίνοι τής άλλαξαν ελαφρώς τα φώτα. Στο Λατινοελληνικό του Κουμανούδη διαβάζω:
pagrus είτε pager, και phagrus είτε phager, φάγρος (ιχθύς).
Από τους 4 τύπους το OLD έχει τον τελευταίο:phager, ~gri, m. [Gk. φάγρος] A red sea-fish, prob. a sea-bream; also, an unknown river-fish. (Με αναφορές από Οβίδιο και Πλίνιο.)
Ο Λινναίος το 1758, όταν ονομάτισε το φαγγρί, διάλεξε απ’ όλα τον τύπο Pagrus (ένας θεός ξέρει γιατί): Pagrus pagrus, και κάποιοι που δεν είχαν τα δικά μας βοηθήματα το έκαναν Πάγρος ο κοινός. Το φαγγρί!
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να διορθωθεί σε Φάγρος ο κοινός.
Για το φαγγρί αλλά και άλλα ψάρια οι Εγγλέζοι έχουν και τη λέξη porgy. Που έρχεται από τον φάγρο:
name given to various sea fishes, 1725, probably from pargo (1557) "sea bream," from Sp. or Port. pargo, from L. phagrum, acc. of phager, from Gk. phagros "sea bream."