metafrasi banner

purple prose

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Purple prose is a term of literary criticism used to describe passages, or sometimes entire literary works, written in prose so overly extravagant, ornate, or flowery as to break the flow and draw attention to itself. Purple prose is sensually evocative beyond the requirements of its context. It also refers to writing that employs certain rhetorical effects such as exaggerated sentiment or pathos in an attempt to manipulate a reader's response.
...............
Modern critics use "purple prose" to refer to any writing that is undermined by its over-stylized and formulaic nature. Many pulp genres have become infamous for excesses of purple prose, including romance, mystery, and adventure; likewise, in journalism, the term is often used to refer to writing that places tone and emotional heft over factual reporting.


 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Να συμπληρώσω ότι ψάχνω για μια κανονική απόδοση, όχι απαραίτητα ιδιωματισμό ανάλογο του αγγλικού. Πώς αποκαλείται από τους κριτικούς αυτό το φαινόμενο όταν εμφανίζεται σε λογοτεχνικά έργα;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δεν βρίσκω όρο να περιγράψω αυστηρά αυτό που ζητάς, Άλεξ. Η πορφυρή πεζογραφία μου θυμίζει ροζ πεζογραφία, αισθηματικά μυθιστορήματα κλπ κλπ. Όμως, δεν περιορίζεται εκεί. Εσύ ψάχνεις κάτι που να δίνει έμφαση στην κατάχρηση κλισέ, καλολογικών κλπ.

Αφού λοιπόν δεν μπορώ να συνεισφέρω ορολογικά, να συνεισφέρω με δείγματα κριτικής τέτοιων κειμένων, μήπως βοηθήσουν κάποιον να εμπνευστεί:

Περιττές φιοριτούρες:
Ο νεοεμφανιζόμενος Γραφίδας Συγγραφόπουλος έχει γεμίσει το κείμενό του με περιττές φιοριτούρες στην προσπάθειά του να καλύψει την απόλυτη ιδεολογική ένδεια, την παιδική πλοκή και τη μονοδιάστατη προσωπικότητα των χαρακτήρων του.

Ή, πάλι:
Πιστή στη συγγραφική της τεχνική, η Λούλου Βαριοπούλου επιμένει στη ροκοκό περιγραφή κάθε χρήσιμης και, το πιο συνηθισμένο, άχρηστης μικρολεπτομέρειας με την τεχνική του πολύχρωμου κοριτσίστικου άλμπουμ. Αφού βρίσκει και τα πουλάει όμως, καλά κάνει...

Και αλλιώς:
Μία ακόμη συλλογή τυπικών κλισέ, ζαχαρωμένων διαλόγων, μανιχαϊστικών χειρισμών και αιμοσταγών περιγραφών μας προσφέρει ο επιλεγόμενος (τρέχα γύρευε γιατί) «μετρ του αστικού αστυνομικού μυθιστορήματος» Χρήστος Αγάθος στο τελευταίο του θρίλερ «Φραπέδες και συμπάθιο». Ένα ακόμη βιβλίο που εγγυημένα θα κάψει τα μικρά γκρίζα κύτταρα του αναγνώστη και θα τα μετατρέψει σε άμορφο ροζ πολτό.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Χμμ, προσπαθώντας να διαπιστώσω ποιο είναι το σωστό, καλολογικά ή καλλιλογικά στοιχεία βρήκα (μόνο) στο ΛΝΕΓ την κομψοέπεια (ως ερμήνευμα σε τρία λήμματα: απλοέπεια, καλλιέπεια και καλλιλογία, όχι όμως σε ξεχωριστό λήμμα), που θα μπορούσε ίσως να σου φανεί χρήσιμη χάρη στην παλαιικότητά της:

κομψοεπής λογοτεχνία
 

unique

Member
The writing style is named after a quotation by Roman poet Horace, who compared writing such prose to sewing purple patches to clothing. This practice was a common means to show pretentiousness in wealth, since purple dye was an expensive rarity. "Purple Patches" is used when the writer only occasionally breaks into purple, which can make much of the text more readable but less consistent.

Μπαρόκ: Είναι η τεχνοτροπία κατά την οποία επιδιώκεται το εξεζητημένο και περίτεχνο. Από τα στοιχεία αυτά απορρέει η μεγαλοπρέπεια, ο στόμφος, το πάθος, οι μεγάλες διαστάσεις, η λεκτική χλιδή, ο εντυπωσιασμός. Ως λογοτεχνικός όρος επικράτησε ανάμεσα στο 1580 και 1680 (Λεξικό λογοτεχνικών όρων εκδ. Σαββάλλα).

Πεζογραφία: στομφώδης, Μπαρόκ, «χλιδάτη» ή της χλιδής, «αστραφτερή», υπερβολικά ή φανερά εξεζητημένη ή στυλιζαρισμένη ή επιτηδευμένη, ή επιδεικτική, παραφορτωμένη, «φανταχτερή», αμετροεπής, «νεοπλουτίστικη», κραυγαλέα, πληθωρική, του φτηνού διάκοσμου, γλυκερή, της μεγαληγορίας κ.λπ.
 
H επιτήδευση είναι η πρώτη που μου ήρθε στο μυαλό και μ' αρέσει νομίζω. Ίσως και το υπερ-επιτηδευμένη για να δείξει την υπερ-βολή. :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Πάντως η Οξφόρδη σνομπάρει τον όρο. Το OED και το ODE δεν έχουν να πουν κάτι, αν και το OED περιλαμβάνει τη φράση σε παράδειγμα του 1977:
1977 Daily Tel. 22 Apr. 13 The Royal Court's new régime opens with a great loud sockeroo of a play, a thumping American drama of a divided family, rich in purple prose and loaded with gutsy symbolism.

Το Random House έχει τον όρο:
purple prose writing that calls attention to itself because of its obvious use of certain effects, as exaggerated sentiment or pathos, esp. in an attempt to enlist or manipulate the reader's sympathies.

Και το μεγάλο Webster's τη σημασία τού purple:
3 a : marked by brilliant coloring : showy : highly rhetorical : ornately and showily phrased or expressed: a purple patch of writing

Στο Wiktionary έχει ζουμερό λήμμα:
purple prose (uncountable)
1. (idiomatic) Extravagant or flowery writing, especially in a literary work.
* 1932, Harry T. Baker, "Hazlitt as a Shakespearean Critic," PMLA, vol. 47, no. 1, p. 198,
Swinburne is often a very discerning critic in spite of his penchant for purple prose.
* 1960, "Book of Lamentations" (Review of The Last of the Just by André Schwarz-Bart), Time, 24 Oct.,
His persecuted characters bleed purple prose, and he persistently confuses an assault on the nerves with a cry from the heart.
* 2004, Joan Huber, "Lenski Effects on Sex Stratification Theory," Sociological Theory, vol. 22, no. 2, p. 261,
An antibiological bias . . . was stimulated by a flood of popular and scholarly books in the 1960s and 1970s (some awash in deep purple prose) saying that male domination was natural and inevitable.

Στη Wikipedia έχουν ενδιαφέρον οι λεπτομέρειες για τη σημερινή χρήση:
Modern critics use "purple prose" to refer to any writing that is undermined by its over-stylized and formulaic nature. Many pulp genres have become infamous for excesses of purple prose, including romance, mystery, and adventure; likewise, in journalism, the term is often used to refer to writing that places tone and emotional heft over factual reporting.

Στις ελληνικές αποδόσεις να προσθέσω και τις μεγαλοστομίες, τη μεγαλόστομη πρόζα.
 
Top