déjà vu/deɪʒɑː ˈvuː/ = προμνησία, το ήδη ιδωμένο (a feeling of déjà vu, αίσθηση ότι το έχω ξαναδεί / αίσθηση ντεζαβού / αίσθηση προμνησίας)
Το έχουμε σκόρπιο σε άλλες σελίδες, αλλά όχι σε νήμα. Το είδα χτες και σε κείμενο του Μανδραβέλη, μαζί με ένα κατακερματισμένο «ντε ζα βου». Μονολεκτικό ντεζαβού το προτιμά και το slang.gr, αν και είναι πολλά και τα ντεζά βου (που συνοδεύεται από το ρίσκο να το τονίσει κάποιος dezávu).