metafrasi banner

pooling (insurance)

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Pooling: Method by which each member of an insurance Pool shares in each and every risk written by the other members of the pool.

Pool: association of insurers who share premiums and losses in order to spread risk and give small insurers an opportunity to compete with larger ones.


Από το σάιτ της Εθνικής Ασφαλιστικής:
Επίσης η ΕΘΝΙΚΗ είναι αποκλειστικός εκπρόσωπος (Αssociate Insurer) της εταιρίας JOHN HANCOCK στην Ελλάδα και διαχειρίζεται Ομαδικά Ασφαλιστικά Προγράμματα Πολυεθνικών εταιριών μέσω του συστήματος Pooling I.G.P.

Από εδώ:
Χάρη στους ομίλους συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης (συχνά αναφερόμενοι ως "pool"), οι ασφαλιστές και αντασφαλιστές μπορεί να αποκτήσουν τη δυνατότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης κινδύνων τους οποίους θα κάλυπταν ανεπαρκώς ελλείψει του ομίλου.

Το Λεξικό Ασφαλιστικών και Οικονομικών Όρων λέει απλώς pool = κοινοπραξία, αλλά προφανώς αυτό είναι πολύ γενικό, δεν αφορά τη συγκεκριμένη δραστηριότητα των ασφαλιστικών εταιρειών.

Να καταλήξουμε ότι το pooling μπορεί να μεταφραστεί ως "συνασφάλιση" ή "αμοιβαία αντασφάλιση"; Και τα δύο ή ένα μόνο από τα δύο;
 
Δεν νομίζω ότι στη γενική χρήση του όρου χρειάζεται ειδική αναφορά στην αντασφάλιση, αφού κι αυτή είναι μια μορφή ασφάλισης. Η συνασφάλιση είναι αποδεκτή μετάφραση, μολονότι συχνά μπερδεύεται με την πολλαπλή ασφάλιση (=αυτοτελής ασφάλιση του ίδιου κινδύνου από περισσότερους του ενός ασφαλιστές). Σύμφωνα με το Eurovoc, συνασφάλιση είναι η "κάλυψη του ίδιου κινδύνου από περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς (π.χ. εγκατεστημένους σε διαφορετικά κράτη μέλη) μέχρι ορισμένου ποσού αντίστοιχα, με το ίδιο ή με χωριστά ασφάλιστρα". Στην περίπτωσή μας, ενδιαφέρει το πρώτο σκέλος: ενιαίο συμβόλαιο, ενιαίο ασφάλιστρο. Για τους μεγάλους ιδίως κινδύνους, ταιριάζει μια χαρά και η κοινοπρακτική ασφάλιση. Αν βέβαια αναφερόμαστε στους ασφαλιστικούς φορείς, μπορούμε να μιλήσουμε αντίστοιχα για ομίλους συνασφάλισης ή ασφαλιστικές κοινοπραξίες.
 
Top