Στη σιδηροδρομική ορολογία, pilot (κοινό cowcatcher) είναι ο αιχμηρός προφυλακτήρας ή μάσκα των μηχανών των τρένων. Χρήσιμος εξοπλισμός όταν οι γραμμές είναι/ήταν αφύλακτες.
Τα ονλάιν αγγλοελληνικά λεξικά δεν έχουν λήμμα pilot με αυτή την έννοια, αλλά η ΙΑΤΕ δίνει ως αξιόπιστη την απόδοση:
pilot = cowcatcher = οδηγός ζώων από το σιδηροδρομικό δίκαιο, με παραπομπή στον ΟΣΕ.
Για το cowcatcher, η Magenta/in.gr δίνουν:
cowcatcher ουσ. ιστ. "μάσκα" ή "φτυάρι" μετώπου ατμομηχανής τραίνου
και το Gword:
cowcatcher ουσ. (ΗΠΑ) προφυλακτήρας μηχανής τρένου
Οδηγός ζώων; Είναι πραγματικά σωστό; Μήπως είναι καλύτερο το φτυάρι, καθώς μοιάζει με αυτό που μπαίνει σε μπουλντόζες και φορτηγά για να γίνουν εκχιονιστικά; Ή ξέρετε αν υπάρχει κάτι άλλο;
Τα ονλάιν αγγλοελληνικά λεξικά δεν έχουν λήμμα pilot με αυτή την έννοια, αλλά η ΙΑΤΕ δίνει ως αξιόπιστη την απόδοση:
pilot = cowcatcher = οδηγός ζώων από το σιδηροδρομικό δίκαιο, με παραπομπή στον ΟΣΕ.
Για το cowcatcher, η Magenta/in.gr δίνουν:
cowcatcher ουσ. ιστ. "μάσκα" ή "φτυάρι" μετώπου ατμομηχανής τραίνου
και το Gword:
cowcatcher ουσ. (ΗΠΑ) προφυλακτήρας μηχανής τρένου
Οδηγός ζώων; Είναι πραγματικά σωστό; Μήπως είναι καλύτερο το φτυάρι, καθώς μοιάζει με αυτό που μπαίνει σε μπουλντόζες και φορτηγά για να γίνουν εκχιονιστικά; Ή ξέρετε αν υπάρχει κάτι άλλο;