Ο όρος, που θα τον αποδίδαμε πιο χαλαρά ως περσιλόχαρτο και δεν θα τον βρείτε π.χ. στο ηλεκτρονικό γερμανοελληνικό PONS, υπάρχει ως λήμμα στο γερμανοαγγλικό dict.cc:
Persilschein {m} = clean bill of health
Persilschein {m} [colloq.] hist. = denazification certificate
jdm. einen Persilschein ausstellen = to whitewash sb.
jdm. einen Persilschein ausstellen [colloq., hum.] = to absolve sb. of all responsibility
Τον όρο, τον ξαναείδα σήμερα σε ένα άρθρο σχετικά με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό του ελληνικού Δημοσίου με την Ζίμενς.
Το άρθρο περιγράφει το ιστορικό της υπόθεσης, ανεβάζει στα 270 εκατ. ευρώ (90 εκατ. άμεση καταβολή, 100 εκατ., επένδυση στην ελληνική θυγατρική, άρση διεκδίκησης 80 εκατ.) το συνολικό ποσό που θα καταβάλει η Ζίμενς στο ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να πάρει άφεση αμαρτιών, δίνει έμφαση και στη συγγνώμη που ζήτησε η εταιρεία «από τον ελληνικό λαό, τη βουλή και την κυβέρνηση») και λέει χαρακτηριστικά:
Das Unternehmen erhält einen Persilschein: Die Griechen stufen Siemens als "verantwortungsvolles und glaubwürdiges Unternehmen" ein.Με άλλα λόγια: Η εταιρεία παίρνει συγχωροχάρτι και οι Έλληνες θα θεωρούν πλέον τη Ζίμενς ως «υπεύθυνη και αξιόπιστη εταιρεία».
Το ρεπορτάζ εξηγεί στην αμέσως επόμενη παράγραφο ότι «σε μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας, η χώρα της ΝΑ Ευρώπης αναζητά υποστήριξη ακόμη και από προηγούμενους αντιπάλους. Μια ειδική κοινή επιτροπή θα προσδιορίσει πού θα επενδύσει η Ζίμενς ένα έξτρα ποσό 60 εκατ. ευρώ σε ένα νέο έργο που θα δημιουργήσει 700 θέσεις εργασίας.»
Ωραία, αλλά από πού προήλθε ο όρος που απέδωσα ήδη, πιο χαλαρά ως «περσιλόχαρτο»;
Πολύ απλά, ο όρος δημιουργήθηκε στη μεταπολεμική Γερμανία για να χαρακτηρίζει τις βεβαιώσεις αποναζιστικοποίησης που εξέδιδαν οι αμερικανικές στρατιωτικές αρχές για να μπορεί κανείς να αποδεικνύει το πολιτικά λευκό (σαν πλυμένο με Persil) παρελθόν του. Χωρίς αυτό το χαρτί (που το έπαιρνε ο κατηγορούμενος για ναζιστικό παρελθόν με απαλλακτικές μαρτυρίες θυμάτων ή τέως εχθρών) δεν μπορούσε ένας Γερμανός π.χ. να νοικιάσει σπίτι ή να ανοίξει κατάστημα.
Από το 1948 όμως, καθώς άρχιζε ο Ψυχρός Πόλεμος, οι Αμερικανοί σταμάτησαν σιγά σιγά να εξετάζουν τις περιπτώσεις εξονυχιστικά και έπιασαν τις γρήγορες διαδικασίες (fast track, στα σύγχρονα ελληνικά) με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλές αμφιλεγόμενες απαλλαγές.
Τελικά, η διαδικασία αυτή αντικαταστάθηκε στη Δυτική Γερμανία με άλλη (εκτενές ερωτηματολόγιο), που ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα της ομοσπονδιακής βουλής, ακόμη και το κομμουνιστικό της ΟΔΓ (πριν απαγορευτεί), αλλά ο χαρακτηρισμός Persilschein έμεινε σαν συνώνυμο του συγχωροχαρτιού.
«Περσιλόχαρτο» μιας κατοίκου της πόλης Μπουργκουνστάτ, με βεβαίωση (κείμενο μέσο αριστερά) ότι «δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου του 1946 για την απελευθέρωση από τον εθνικοσοσιαλισμό και τον μιλιταρισμό».
Από τη γερμανική βίκη
Persilschein {m} = clean bill of health
Persilschein {m} [colloq.] hist. = denazification certificate
jdm. einen Persilschein ausstellen = to whitewash sb.
jdm. einen Persilschein ausstellen [colloq., hum.] = to absolve sb. of all responsibility
Τον όρο, τον ξαναείδα σήμερα σε ένα άρθρο σχετικά με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό του ελληνικού Δημοσίου με την Ζίμενς.
Το άρθρο περιγράφει το ιστορικό της υπόθεσης, ανεβάζει στα 270 εκατ. ευρώ (90 εκατ. άμεση καταβολή, 100 εκατ., επένδυση στην ελληνική θυγατρική, άρση διεκδίκησης 80 εκατ.) το συνολικό ποσό που θα καταβάλει η Ζίμενς στο ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να πάρει άφεση αμαρτιών, δίνει έμφαση και στη συγγνώμη που ζήτησε η εταιρεία «από τον ελληνικό λαό, τη βουλή και την κυβέρνηση») και λέει χαρακτηριστικά:
Das Unternehmen erhält einen Persilschein: Die Griechen stufen Siemens als "verantwortungsvolles und glaubwürdiges Unternehmen" ein.Με άλλα λόγια: Η εταιρεία παίρνει συγχωροχάρτι και οι Έλληνες θα θεωρούν πλέον τη Ζίμενς ως «υπεύθυνη και αξιόπιστη εταιρεία».
Το ρεπορτάζ εξηγεί στην αμέσως επόμενη παράγραφο ότι «σε μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας, η χώρα της ΝΑ Ευρώπης αναζητά υποστήριξη ακόμη και από προηγούμενους αντιπάλους. Μια ειδική κοινή επιτροπή θα προσδιορίσει πού θα επενδύσει η Ζίμενς ένα έξτρα ποσό 60 εκατ. ευρώ σε ένα νέο έργο που θα δημιουργήσει 700 θέσεις εργασίας.»
Ωραία, αλλά από πού προήλθε ο όρος που απέδωσα ήδη, πιο χαλαρά ως «περσιλόχαρτο»;
Πολύ απλά, ο όρος δημιουργήθηκε στη μεταπολεμική Γερμανία για να χαρακτηρίζει τις βεβαιώσεις αποναζιστικοποίησης που εξέδιδαν οι αμερικανικές στρατιωτικές αρχές για να μπορεί κανείς να αποδεικνύει το πολιτικά λευκό (σαν πλυμένο με Persil) παρελθόν του. Χωρίς αυτό το χαρτί (που το έπαιρνε ο κατηγορούμενος για ναζιστικό παρελθόν με απαλλακτικές μαρτυρίες θυμάτων ή τέως εχθρών) δεν μπορούσε ένας Γερμανός π.χ. να νοικιάσει σπίτι ή να ανοίξει κατάστημα.
Από το 1948 όμως, καθώς άρχιζε ο Ψυχρός Πόλεμος, οι Αμερικανοί σταμάτησαν σιγά σιγά να εξετάζουν τις περιπτώσεις εξονυχιστικά και έπιασαν τις γρήγορες διαδικασίες (fast track, στα σύγχρονα ελληνικά) με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλές αμφιλεγόμενες απαλλαγές.
Τελικά, η διαδικασία αυτή αντικαταστάθηκε στη Δυτική Γερμανία με άλλη (εκτενές ερωτηματολόγιο), που ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα της ομοσπονδιακής βουλής, ακόμη και το κομμουνιστικό της ΟΔΓ (πριν απαγορευτεί), αλλά ο χαρακτηρισμός Persilschein έμεινε σαν συνώνυμο του συγχωροχαρτιού.

«Περσιλόχαρτο» μιας κατοίκου της πόλης Μπουργκουνστάτ, με βεβαίωση (κείμενο μέσο αριστερά) ότι «δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου του 1946 για την απελευθέρωση από τον εθνικοσοσιαλισμό και τον μιλιταρισμό».
Από τη γερμανική βίκη