περικαρδιακός
και περικαρδικός, -ή, -ό, Ν [περικάρδιο]· 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περικάρδιο· 2. (φρ.) α) «περικαρδιακό όργανο»· (βιολ.) δίκτυο νευροεκκριτικών ινών που βρίσκεται πλευρικά στα τοιχώματα τού περικαρδίου τών δεκάποδων καρκινοειδών· β) «περικαρδική τριβή»· (ιατρ.) ήχος ανάλογος με τον ήχο που προκαλείται από καινούργια υποδήματα και ο οποίος γίνεται αντιληπτός με ακρόαση σε περίπτωση ξηρής περικαρδίτιδας.
Από ΠαπΛεξ
(Ένας γκαρδιακός φίλος)