Το παρακάτω, από δύο σταθερές αξίες, δύο σταθερούς προμηθευτές: έναν που τα κατασκευάζει και έναν που τα ξετρυπώνει.
Off-colour jokes ή off-color humor (αμερικανισμός, γι' αυτό συνήθως θα βρείτε "off-color") είναι τα άσεμνα, χοντροκομμένα, φτηνά, κακόγουστα, χυδαία αστεία / ανέκδοτα / ~ο χιούμορ.
Στους Εγγλέζους το off-colour δεν αποκλείεται να σημαίνει πιο συχνά «αδιάθετος» (1931 A. J. Cronin Hatter's Castle: I haven't been myself at all these last few days—quite off colour), αλλά γνωρίζουν και χρησιμοποιούν τον αμερικανισμό. Είναι η πρώτη σημασία στο ενημερωμένο Longman:
off-colour British English ; off-color American English
1 sexually offensive: off-color jokes
2 [not before noun] British English slightly ill: She's been feeling a bit off-colour lately.
Ή, από το BBC:
Και, όχι, δεν σημαίνει «άχρωμος».
Off-colour jokes ή off-color humor (αμερικανισμός, γι' αυτό συνήθως θα βρείτε "off-color") είναι τα άσεμνα, χοντροκομμένα, φτηνά, κακόγουστα, χυδαία αστεία / ανέκδοτα / ~ο χιούμορ.
Στους Εγγλέζους το off-colour δεν αποκλείεται να σημαίνει πιο συχνά «αδιάθετος» (1931 A. J. Cronin Hatter's Castle: I haven't been myself at all these last few days—quite off colour), αλλά γνωρίζουν και χρησιμοποιούν τον αμερικανισμό. Είναι η πρώτη σημασία στο ενημερωμένο Longman:
off-colour British English ; off-color American English
1 sexually offensive: off-color jokes
2 [not before noun] British English slightly ill: She's been feeling a bit off-colour lately.
Ή, από το BBC:
- Berlusconi cultivates a playboy image and makes off-colour jokes, sometimes earning him public reprimands from his estranged second wife.
- The controversial comedian shot to fame in the 1970s on ITV programme The Comedians and was renowned for his off-colour humour.
Και, όχι, δεν σημαίνει «άχρωμος».