Σε βιβλίο βυζαντινής ιστορίας έχω τη φράση:
Σε αυτό το νομικό λεξικό βρίσκω ότι:
Πρόκειται προφανώς, όσο μπορούν να με βοηθήσουν οι αναμνήσεις από τα νομικά, γι’ αυτό που λέμε στα ελληνικά
κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο, με κατάληψη, όταν το πράγμα είναι αδέσποτο.
Για το επίθετο, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, εδώ εξηγεί:
Υ.Γ. Σημειωτέον ότι occupative λέγονται επίσης τα επώνυμα που προέρχονται από επάγγελμα, τα επαγγελματικά οικογενειακά επίθετα. Σαν να λέμε Ψωμάς, Μυλωνάς, Σιδεράς, ή στα αγγλικά Carter, Miller, Smith. Αλλά δεν μας απασχολούν αυτά.
The imperial office was neither dynastic nor elective but “occupative”.
Η αυτοκρατορική αρχή δεν ήταν ούτε δυναστική ούτε αιρετή, αλλά …….
Σε αυτό το νομικό λεξικό βρίσκω ότι:
Occupancy is a mode of acquiring property by which a thing which belongs to nobody becomes the property of the person who took possession of it, with the intention of acquiring a right of ownership in it.
και το παραγόμενο επίθετο:Occupative: possessed; used; employed
Πρόκειται προφανώς, όσο μπορούν να με βοηθήσουν οι αναμνήσεις από τα νομικά, γι’ αυτό που λέμε στα ελληνικά
κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο, με κατάληψη, όταν το πράγμα είναι αδέσποτο.
Για το επίθετο, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, εδώ εξηγεί:
occupative
In law, held by that form of tenure which is based on the occupation or seizing and holding in actual possession of that which was without owner when occupied: as, an occupative field.
Πώς θα το λέγαμε ελληνικά; *καταληπτική (!;) Ή μήπως με κάποια περίφραση;In law, held by that form of tenure which is based on the occupation or seizing and holding in actual possession of that which was without owner when occupied: as, an occupative field.
Υ.Γ. Σημειωτέον ότι occupative λέγονται επίσης τα επώνυμα που προέρχονται από επάγγελμα, τα επαγγελματικά οικογενειακά επίθετα. Σαν να λέμε Ψωμάς, Μυλωνάς, Σιδεράς, ή στα αγγλικά Carter, Miller, Smith. Αλλά δεν μας απασχολούν αυτά.