metafrasi banner

muster (Au/NZ)

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
A muster (Au/NZ) or a roundup (US) is the process of gathering livestock. Musters usually involve cattle, sheep or horses, but may also include goats, camels, buffalo or other animals. (Από τη γουίκη, εδώ.)

Στο κείμενό μου με ενδιαφέρει κυρίως η απόδοση του επαγγέλματος, του musterer (που είναι, όπως θα διαβάσετε στο άρθρο της γουίκη, ένα καθόλου εύκολο επάγγελμα). Μοιάζει με wrangler ή cowboy, αλλά αφενός δεν είναι ακριβώς το ίδιο (σαν περιγραφή επαγγέλματος) και αφετέρου είναι εντελώς διαφορετικό το περιβάλλον.

Ιδέες;

Και όχι, ο μουστερής δεν μας ήρθε από Εκεί Κάτω, αλλά από τα τούρκικα... :)
 
Όχι ότι έχω ιδέα από κτηνοτροφία αλλά αυτό που κάνουν στην Αυστραλία μου φαίνεται λίγο πιο περίπλοκο από το μάντρωμα. Δυστυχώς το "μαζωχτής" νομίζω ότι αναφέρεται μόνο σε καρπούς (όπως π.χ. ελιές) και δεν ξέρω αν το "κοπαδιάρης" αναφέρεται σε κάτι παρόμοιο. Και το "σαλαγάω" σημαίνει ότι αρχίζω τα "γκιπ γκιπ γκιπ!" και τα "μπρ μπρ μπρ" σωστά;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ευχαριστώ --και κάθε άλλη έμπνευση ευπρόσδεκτη! Τη λέξη θα την βρω ξανά μπροστά μου, και σε παραλλαγές. Να, τώρα δα βρήκα μπροστά μου ένα musterer's hut.

Ενδιαφέρουσα λέξη ο κοπαδιάρης, Ειρήνη, με ελάχιστα ευρήματα. (Εγώ δεν την ήξερα). Όπως την διάβασα, την κατάλαβα σαν υπερώνυμο του γελαδάρη. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όμως όταν διαπίστωσα ότι, εκτός από εμένα, δεν την ξέρουν ούτε το ΛΚΝ, ούτε το ΛΝΕΓ. Υπάρχει, όμως, λήμμα στο Μείζον:

Κοπαδιάρης -α, -ικο επίθ. που ανήκει ή αναφέρεται στο κοπάδι: κοπαδιάρες αγελάδες | αρσεν. ως ουσ. (πληθ. -ηδες κ. -αρέοι) ο ιδιοκτήτης κοπαδιού

Η λέξη, σύμφωνα με αυτή τη μελέτη στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Στα ελάχιστα διαδικτυακά ευρήματα όχι μόνο χρησιμοποιείται και με τις δύο έννοιες που δίνει το Μείζον, αλλά και με παρεμφερείς ή μεταφορικές, ένδειξη μιας κάποιας ασάφειας στη σημασία της. Ενδεικτικά:

Μαζή του φέρνει ο Αφρικανός ο κοπαδιάρης όλα: Τη σκέπη, το σπιτίσιο του θεό και τάρματά του.
Βιργιλίου Γεωργικά, μετάφρ. Κων. Θεοτόκης (1909) (από Project Gutenberg)

Τσουρμάρησε με τους γανιούς σ’ ένα ισλάνδικο και τράβηξε για κοπαδιάρης στους τούνους. Γιάννης Σκαρίμπας, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΤΖΑΚ

Tούτος, είν' ένας πολιτευτής, οπού εθυσίασε την ανάπαψή του και μέρος του πλούτου του για να λάβει την τιμή και τη δόξα να γίνει κοπαδιάρης και να κυβερνήσει καλά ή κακά, όπως μπορέσει. Ν. Κονεμένος, Τα ματογυάλια

...θυμάμαι μια ωραία γελοιογραφία του Κυρ όπου από το λεωφορείο κατέβαιναν πρόβατα ζωσμένα με μηχανές και ο κοπαδιάρης (ξεναγός) τα κατεύθυνε πού να πάνε ... (σχόλιο σε φωτογραφικό στιγμιότυπο)​

Ειλικρινά δεν ξέρω ακόμη αν μπορεί να δώσει τη σημασία που μου χρειάζεται εδώ («αυτός που συγκεντρώνει σε κοπάδια τα ζώα που ζουν ελεύθερα»).
 

nickel

Administrator
Staff member
Κοιτάζω τα παραδείγματα στο OED (έχει πολλά, ευτυχώς) και δεν με καλύπτει το μαντρώνω — δεν υπάρχει παντού η μάντρα. Αν λοιπόν πάμε προς το συγκεντρώνω σ' ένα μέρος, αρχίζω να ψήνομαι για το κοπαδιάζω (το έχει φέρει ο Κώστας στους Νεολογισμούς). Ο Πάπυρος δεν με βοήθησε με τον κοπαδιάρη («ιδιοκτήτης κοπαδιού» λέει) και το απέρριψα αρχικά. Αλλά στο κοπαδιάζω πολλαπλασιάζονται οι σημασίες («συγκροτώ αγέλη, μαζεύω ζώα ή ανθρώπους και κάνω κοπάδι ή δημιουργώ όχλο»). Πάρε λοιπόν κι εσύ τον κοπαδιάρη να κάνεις τη δουλειά σου. Αν μη τι άλλο, υπάρχει στη γλώσσα, ένα σπρώξιμο θέλει.
 
Top