Γεια σου και καλωσήρθες.
Το
incantation είναι
magic formula, π.χ.
Incantation [L. incantatio, fr. incantare to chant a magic formula over one: cf. F. incantation. See Enchant.]
1. The act or process of using formulas sung or spoken, with occult ceremonies, for the purpose of raising spirits, producing enchantment, or affecting other magical results; enchantment. "Mysterious ceremony and incantation." --Burke.
[1913 Webster]
Εφόσον λοιπόν έχουμε
ξόρκι και
επωδή για το
incantation, το πλησιέστερο για τη
formula είναι η...
επωδός.
Ας πούμε, στα συνώνυμα του Αντιλεξικού είναι πλάι πλάι:
επωδή, μαγική επωδός, κν. ξόρκι.
Στο ΠαπΛεξ:
επωδός [...] 3. λόγος, φράση που επαναλαμβάνεται συχνά ή στερεότυπα από κάποιον. Δηλαδή: formula (τύπος, στερεότυπο).