Η επικαιρότητα συμπίπτει με ένα μεταφραστικό μου ζητούμενο, αλλά θα σας παρακαλούσα να πάρουμε το κάπως πιο σοβαρό μας ύφος και να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Θα ήθελα τη βοήθειά σας για να αποδώσω το επίθετο lubricious στα ελληνικά με απόχρωση τέτοια που να είναι μεν παιγνιώδης, αλλά να μπορεί να σταθεί σε επίπεδο ακαδημαϊκού λόγου.
Ορίστε η πρόταση:
Τα λεξικά εξηγούν ότι προέρχεται από το λατινικό lubricus, a, um ολισθηρός, λείος, γλοιώδης, αλλά και κατ’ επέκταση: γλιστερός, σφαλερός, δόλιος, επικίνδυνος.
Στα αγγλικά διαμορφώθηκε η δεύτερη σημασία, αυτή που έχει έντονη τη σεξουαλική διάσταση.
Το διαδικτυακό Merriam Webster δίνει:
Lubricious
1. marked by wantonness : lecherous; also : salacious
2. [Latin lubricus] : having a smooth or slippery quality (a lubricious skin)
Examples of LUBRICIOUS : Back in the days when lubricious employers could, with impunity, take advantage of naive factory girls.
Synonyms LUBRICIOUS : concupiscent, goatish, horny, hot, hypersexual, itchy, lascivious, lecherous, lewd, libidinous, licentious, lustful (or lubricous), oversexed, passionate, randy, salacious, satyric, wanton.
Το Free Dictionary έχει:
lu-bri-cious also [/b]lu-bri-cous[/B] adj.
1. Having a slippery or smooth quality.
2. Shifty or tricky.
3. a. Lewd; wanton. b. Sexually stimulating; salacious.
Τα αγγλοελληνικά λεξικά περιστρέφονται γύρω από τις ιδιότητες: λιπαρότητα, ηδυπάθεια, λαγνεία. Υπάρχει κάτι που να τα προσεγγίζει ή και να τα συνδυάζει;
Για να μη σας αφήσω χωρίς γλύκισμα, όσοι καταβάλετε προσπάθεια, ορίστε κι ένα σοκολατάκι:
“Mr. Whitman’s muse is at once indecent and ugly, lascivious and gawky, lubricious and coarse.”
Το είπε ο Λευκάδιος Χερν για τον Ουωλτ Ουίτμαν.
Ορίστε η πρόταση:
Ο Αττίλας πέθανε στο κρεβάτι του το έτος 453, έπειτα --υποτίθεται-- από μια ξέφρενη βραδιά οινοποσίας, με την οποία γιόρταζε το γάμο του με μια νέα και όμορφη γυναίκα· μας το λέει αυτό μια lubricious παράδοση [story] που μπορεί να είναι κι αληθινή.
Τα λεξικά εξηγούν ότι προέρχεται από το λατινικό lubricus, a, um ολισθηρός, λείος, γλοιώδης, αλλά και κατ’ επέκταση: γλιστερός, σφαλερός, δόλιος, επικίνδυνος.
Στα αγγλικά διαμορφώθηκε η δεύτερη σημασία, αυτή που έχει έντονη τη σεξουαλική διάσταση.
Το διαδικτυακό Merriam Webster δίνει:
Lubricious
1. marked by wantonness : lecherous; also : salacious
2. [Latin lubricus] : having a smooth or slippery quality (a lubricious skin)
Examples of LUBRICIOUS : Back in the days when lubricious employers could, with impunity, take advantage of naive factory girls.
Synonyms LUBRICIOUS : concupiscent, goatish, horny, hot, hypersexual, itchy, lascivious, lecherous, lewd, libidinous, licentious, lustful (or lubricous), oversexed, passionate, randy, salacious, satyric, wanton.
Το Free Dictionary έχει:
lu-bri-cious also [/b]lu-bri-cous[/B] adj.
1. Having a slippery or smooth quality.
2. Shifty or tricky.
3. a. Lewd; wanton. b. Sexually stimulating; salacious.
Τα αγγλοελληνικά λεξικά περιστρέφονται γύρω από τις ιδιότητες: λιπαρότητα, ηδυπάθεια, λαγνεία. Υπάρχει κάτι που να τα προσεγγίζει ή και να τα συνδυάζει;
Για να μη σας αφήσω χωρίς γλύκισμα, όσοι καταβάλετε προσπάθεια, ορίστε κι ένα σοκολατάκι:
“Mr. Whitman’s muse is at once indecent and ugly, lascivious and gawky, lubricious and coarse.”
Το είπε ο Λευκάδιος Χερν για τον Ουωλτ Ουίτμαν.