Ορίστε; Τι έγινε; Ανεβάζουμε τώρα και πασίγνωστα λήμματα κατευθείαν από το λεξικό; Όχι βέβαια.
Όταν όμως τύχει να παρατηρήσεις ότι ένα τέτοιο, μάλλον βασικό, λήμμα απουσιάζει από τα λεξικά της Magenta (τόσο από την αυτόνομη Χρυσή έκδοση) όσο και από την ονλάιν έκδοση στο in.gr, αξίζει νομίζω να γίνει μια μνεία.
Παρεμπιπτόντως, το GWord δεν αρκείται σε κλειδαριές και κλειδαράδες:
Δικαστές σε παράταξη με τα ρούχα της δουλειάς
Όταν όμως τύχει να παρατηρήσεις ότι ένα τέτοιο, μάλλον βασικό, λήμμα απουσιάζει από τα λεξικά της Magenta (τόσο από την αυτόνομη Χρυσή έκδοση) όσο και από την ονλάιν έκδοση στο in.gr, αξίζει νομίζω να γίνει μια μνεία.
Παρεμπιπτόντως, το GWord δεν αρκείται σε κλειδαριές και κλειδαράδες:
lock (1) ουσ. βόστρυχος, μπούκλα || τούφα μαλλιών || (πληθ.) κόμη, μαλλιά
Κι αφού ξεκίνησα που ξεκίνησα ολόκληρο νήμα, ας προσθέσω μερικά στοιχεία ακόμη. Πρώτα, λίγη βασική ορολογία (από το ΛΚΝ):
μπούκλα η [búkla] Ο25α : τούφα από κατσαρά μαλλιά: Έσπρωξε με το χέρι μια ~ που έπεφτε στο μέτωπό της. Οι μπούκλες των μαλλιών πέφτουν στους ώμους της. μπουκλάκι το YΠΟKΟΡ. μπουκλίτσα η YΠΟKΟΡ.
[γαλλ. bucl(e) -α ή μέσω του βεν. bucola με συγκ. του άτ. [o] (διαφ. το μσν. μπούκλα, βούκλα «δοχείο κρασιού, αγκράφα» από την ίδ. γαλλ. λ.)· μπού κλ(α) -ίτσα]
τούφα η [túfa] Ο25 : 1. πολλές τρίχες μαζί: Tης τράβηξε τα μαλλιά και της έβγαλε μια ~. (απειλή) Πρόσεξε μη σου βγάλω τα μαλλιά ~ ~. τουφίτσα η YΠΟKΟΡ.
[μσν. τούφα < υστλατ. tufa «χαίτη κράνους»· τούφ(α) -ίτσα]
βόστρυχος ο [vóstrixos] Ο19 : (λόγ.) η μπούκλα των μαλλιών.
[λόγ. < αρχ. βόστρυχος]
Από τα αρχαία χρόνια, οι χείμαρροι των μαλλιών με τις μπούκλες ήταν σημάδι θεϊκής ή, έστω, βασιλικής καταγωγής. Γι' αυτό άλλωστε και είναι συνηθισμένο μοτίβο στις αναγεννησιακές περούκες των κυριών της αριστοκρατίας και στις διαχρονικές περούκες των Άγγλων δικαστών...τούφα η [túfa] Ο25 : 1. πολλές τρίχες μαζί: Tης τράβηξε τα μαλλιά και της έβγαλε μια ~. (απειλή) Πρόσεξε μη σου βγάλω τα μαλλιά ~ ~. τουφίτσα η YΠΟKΟΡ.
[μσν. τούφα < υστλατ. tufa «χαίτη κράνους»· τούφ(α) -ίτσα]
βόστρυχος ο [vóstrixos] Ο19 : (λόγ.) η μπούκλα των μαλλιών.
[λόγ. < αρχ. βόστρυχος]
Diego Rodriguez de Silva Velasquez
Maria Teresa of Spain ("with two watches")
Kunsthistorisches Museum, Wien
Maria Teresa of Spain ("with two watches")
Kunsthistorisches Museum, Wien
Δικαστές σε παράταξη με τα ρούχα της δουλειάς
Last edited: