Είναι γνωστό τοις πάσι, ελπίζω, ότι, όταν το lend ακολουθείται από αυτοπαθή αντωνυμία (κάτι με –self, δηλαδή), παύει να αποδίδεται με το «δανείζω».
Η πιο γνωστή χρήση είναι σε σχέση με αντικείμενα και καταστάσεις (δηλ. με itself / themselves), όπου αποδίδεται όμορφα με το «προσφέρεται για» (=είναι κατάλληλο για).
Αλλά υπάρχει και λιγότερο γνωστή χρήση. Στο ODE:
lend oneself to accommodate or adapt oneself to: John stiffly lent himself to her aromatic embraces.
Θα το έλεγα «αφέθηκε, παραδόθηκε».
Στο λεξικό του Ρίζου:
συναινώ, συμφωνώ να λάβω μέρος (σε κάτι που δεν αξίζει): Do not lend yourself to such a tricky job, μην ανακατεύεσαι σε μια τόσο ύπουλη δουλειά.
Παραδείγματα στο OED:
1879 Froude Cæsar xii. 150 Cæsar neither then nor ever lent himself to popular excesses. 1885 Manch. Exam. 3 Nov. 5/1 He loves Ireland too well to lend himself to such a policy.
Από αγγλικές εφημερίδες:
"Photogenic" is not the right word, but he was any TV producer's dream: he lent himself to being filmed.
[Monica Bellucci] is intelligent and lends herself to the work in an extraordinary way, without limits.
Επομένως, όχι σώνει και καλά «σε κάτι που δεν αξίζει».
Η πιο γνωστή χρήση είναι σε σχέση με αντικείμενα και καταστάσεις (δηλ. με itself / themselves), όπου αποδίδεται όμορφα με το «προσφέρεται για» (=είναι κατάλληλο για).
- Her voice doesn't really lend itself well to blues singing. (…δεν προσφέρεται για μπλουζ τραγούδια)
- None of her books really lends itself to being made into a film. (…δεν προσφέρεται για μεταφορά σε ταινία)
- Bay windows lend themselves to blinds. (Τεστ μηχανικής μετάφρασης: το Google ξέρει το αυτοπαθές, αλλού χωλαίνει: «Τα παράθυρα προσφέρονται για τυφλούς». Το βαβελόψαρο έχει χάσει εντελώς το παιχνίδι: «Τα παράθυρα κόλπων παραχωρούν στους τυφλούς».)
Αλλά υπάρχει και λιγότερο γνωστή χρήση. Στο ODE:
lend oneself to accommodate or adapt oneself to: John stiffly lent himself to her aromatic embraces.
Θα το έλεγα «αφέθηκε, παραδόθηκε».
Στο λεξικό του Ρίζου:
συναινώ, συμφωνώ να λάβω μέρος (σε κάτι που δεν αξίζει): Do not lend yourself to such a tricky job, μην ανακατεύεσαι σε μια τόσο ύπουλη δουλειά.
Παραδείγματα στο OED:
1879 Froude Cæsar xii. 150 Cæsar neither then nor ever lent himself to popular excesses. 1885 Manch. Exam. 3 Nov. 5/1 He loves Ireland too well to lend himself to such a policy.
Από αγγλικές εφημερίδες:
"Photogenic" is not the right word, but he was any TV producer's dream: he lent himself to being filmed.
[Monica Bellucci] is intelligent and lends herself to the work in an extraordinary way, without limits.
Επομένως, όχι σώνει και καλά «σε κάτι που δεν αξίζει».