Αγγλικός νεολογισμός, προφανώς από το jumbo + umbrella. Σύμφωνα με το Merriam-Webster’s Open Dictionary:
jumbrella (noun): [chiefly Brit] a very large umbrella; esp.: a large umbrella positioned above tables outdoors at a pub or restaurant.
Example of use: At the moment the Parkmill pub has a jumbrella for smokers to shelter under.
Τα ευρήματα είναι αρκετά.
Να το πούμε και γιγαντοομπρέλα ή γιγαντομπρέλα; Οι φίλοι των Μεξικανών μπορούν να τη λένε και σομπρέλα.
jumbrella (noun): [chiefly Brit] a very large umbrella; esp.: a large umbrella positioned above tables outdoors at a pub or restaurant.
Example of use: At the moment the Parkmill pub has a jumbrella for smokers to shelter under.
Τα ευρήματα είναι αρκετά.
Να το πούμε και γιγαντοομπρέλα ή γιγαντομπρέλα; Οι φίλοι των Μεξικανών μπορούν να τη λένε και σομπρέλα.