Για το is central to (δηλ. «of the greatest importance; principal or essential» — ODE), όπως π.χ.
his preoccupation with history is central to his work
this is central to our educational philosophy
Her work remains central to an understanding of this period of history.
γράφετε κι εσείς, όπως μερικές χιλιάδες στο διαδίκτυο,
είναι κεντρικής σημασίας (για / σε)
ή το θεωρείτε αγγλισμό και προτιμάτε
είναι πρωταρχικής σημασίας (για / το);
Ή λέτε κάτι άλλο;
his preoccupation with history is central to his work
this is central to our educational philosophy
Her work remains central to an understanding of this period of history.
γράφετε κι εσείς, όπως μερικές χιλιάδες στο διαδίκτυο,
είναι κεντρικής σημασίας (για / σε)
ή το θεωρείτε αγγλισμό και προτιμάτε
είναι πρωταρχικής σημασίας (για / το);
Ή λέτε κάτι άλλο;