Η αλήθεια είναι ότι το πρωτότυπο που είχα στα χέρια μου ανέφερε "ξενικότητα ή αλλοτριότητα" για να αποδώσει το
foreignness, επιχειρώντας (εκτιμώ) να βοηθήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον αναγνώστη να αντιληφθεί την έννοια
foreignness, απουσία δόκιμου ελληνικού όρου. Επέλεξα να δώσω μόνο έναν αντίστοιχο ελληνικό όρο, και γι' αυτό κατέληξα στην "ξενικότητα" — αφενός μεν λόγω κοινού-στόχου (βλ. σχόλιο Παλάβρας), αφετέρου δε επειδή θέλω να 'χω καβάντζα την "αλλοτριότητα" για το
strangeness.
Άσε που με προβλημάτισε και αυτό:
αλλοτριότητα. Κι ο Δημητράκος όντως την ορίζει ως
αποξένωση και αποστροφή / απέχθεια — μην μπλέκουμε τώρα, λέω 'γώ. Βέβαια, το Πρωίας δίνει τρεις σημασίες:
(1) το να είναι τι αλλότριον, ξένον προς τι (2) το να καθίσταται τι ξένον, αποξένωσις (3) αποστροφή, απέχθεια, εχθρική διάθεσις. Επομένως πιθανολογώ ότι η έννοια που γυρεύουμε εδώ είναι μάλλον η αρχική σημασία της λέξης, η οποία στη συνέχεια υποχώρησε υπό το βάρος της εχθρότητας προς τους ξένους και προς οτιδήποτε σχετικό με αυτούς. Αλλά δεν θέλω να το ρισκάρω υιοθετώντας μία κακόσημη ή αμφιλεγόμενη λέξη. Τέλος, ο Γεωργακάς λημματογραφεί:
strangeness, differentiation ο πρωταρχικός χρόνος καταλύοντας την ~ ιδρύει την ενότητα των χρονικών εκστάσεων (Georgoulis) | οι φιλοσοφικοί όροι απόκρισις και αΐδιος κίνησις τονίζουν τη σύλληψη της αντιθετικότητας και της αλλοτριότητας μεταξύ απείρου και πεπερασμένων όντων, μεταξύ είναι και όντων (Malevitsis).