metafrasi banner

fat cat

A slang word used to describe executives who earn what many believe to be unreasonably high salaries and bonuses. These top executives also receive generous pensions and retirement packages, consisting of extra compensation not available to other company employees.
Read more: http://www.investopedia.com/terms/f/fatcat.asp#ixzz1eo6iLPgm
--I like to watch the fat cats go by in their BMWs. I'm no fat cat. I can't even pay my normal bills!
 

nickel

Administrator
Staff member
Έχει κι άλλες παραπλήσιες σημασίες, π.χ.

1. (slang) A rich person who contributes to a political campaign. [η αρχική σημασία]
2. (slang) Any affluent person who is perceived to have profited from the labour of others.
(Wiktionary)

a wealthy and powerful person, especially a businessman or politician: [as modifier] a fat-cat developer.
(ODE)

Στα γενικά συνώνυμα του πλούσιου, μπορούμε να πούμε ματσωμένος, κονομημένος κ.ά., αλλά μια λέξη που μου αρέσει και είναι της μόδας είναι ο χρυσοκάνθαρος.

χρυσοκάνθαρος ο : 1. (ζωολ.) χρυσόμυγα. 2. (μτφ., ειρ.) πλουτοκράτης συνήθ. νεόπλουτος: Οι χρυσοκάνθαροι του ελληνικού κεφαλαίου. [λόγ. < μσν. χρυσοκάνθαρος (στη σημ. 1) < χρυσο- + κάνθαρος] (ΛΚΝ)

Έχει απομακρυνθεί από την αρχική σημασία του gold bug.
 
Top