Πρώτα οι ορισμοί για το detail person (από εδώ):
1. Salesperson working as a manufacturer's representative who visits the manufacturer's customers and takes care of details. A detail person's primary responsibility is to promote goodwill by making sure that the manufacturer's customer is happy with the product. He or she will suggest merchandising ideas, take orders for delivery, check on the stock, and work with the customer in any way necessary to help with the sale of the manufacturer's product.
2. Salesperson whose primary job is to increase business from current and potential customers by providing them with product information and other personal selling assistance. The detail person's task is to persuade customers to buy the company's product from the local distributor; for example, detail persons are hired by liquor companies to visit bar owners and managers, and by pharmaceutical companies to call on doctors. Also called missionary salesperson.
Ο ελληνικός όρος που έχει εδραιωθεί για την απόδοση του detail person στις φαρμακοβιομηχανίες (στη δεύτερη σημασία) είναι ιατρικός επισκέπτης. Ο όρος «ιατρικός επισκέπτης» αποτελεί ευφημισμό για τον πωλητή που επισκέπτεται γιατρούς για να προωθήσει προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας ή της εταιρείας ιατρικού εξοπλισμού για την οποία εργάζεται· δεν είναι ούτε ιατρός, αλλά ούτε και επισκέπτης υγείας. Ο ορισμός του όρου ιατρικός επισκέπτης (από εδώ): Ο ιατρικός επισκέπτης είναι υπάλληλος φαρμακευτικής βιομηχανίας ή εταιρείας που επισκέπτεται γιατρούς, οδοντογιατρούς, φαρμακοποιούς, κλινικές, νοσοκομεία, κέντρα υγείας και ασφαλιστικά ταμεία για την ενημέρωση / προώθηση των προϊόντων της εταιρείας με σκοπό να πείσει τον ιατρό να συνταγογραφήσει το φάρμακο της εταιρείας. Όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρικών Επισκεπτών (Π.Ο.Ι.Ε.-Φ.Σ.Ε.Κ.), ο ιατρικός επισκέπτης εργάζεται στην Ιατροφαρμακευτική Ενημέρωση (διάβαζε: εμπορική προώθηση ιατροφαρμακευτικών προϊόντων).
Ο επισκέπτης υγείας, από την άλλη, δεν παρέχει υπηρεσίες προώθησης ή πώλησης στην εταιρεία για λογαριασμό τής οποίας εργάζεται, αλλά αντιθέτως προσφέρει υπηρεσίες υγείας στο άτομο το οποίο επισκέπτεται· αναλυτικές πληροφορίες και η σχετική νομοθεσία βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Πανελληνίου Συλλόγου Επισκεπτών Υγείας (Π.Σ.Ε.Υ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιατρικός επισκέπτης έχει εξαρτημένη σχέση εργασίας σε φαρμακευτική εταιρεία (π.χ. βλ. τους εργοδοτικούς φορείς που αναφέρει η ΠΟΙΕ-ΦΣΕΚ· είναι η ΠΕΦ και ο ΣΦΕΕ), ενώ ο επισκέπτης υγείας απασχολείται σε ΝΠΙΔ ή είναι αυτοαπασχολούμενος (κάνει έναρξη επιτηδεύματος στη ΔΟΥ). Για τον όρο επισκέπτης υγείας ένας ικανοποιητικά αντίστοιχος βρετανικός όρος είναι το health visitor, για το οποίο διαβάζουμε στην Encarta: (U.K.) Nurse who makes home visits: a trained nurse who gives medical care and advice to people in their homes, especially to mothers of babies and young children, senior citizens, and physically challenged people. Ανάλογοι είναι και οι ορισμοί που δίνουν τα άλλα λεξικά.
Κυνικά ο διαχωρισμός είναι: ο ιατρικός επισκέπτης πουλά, ο επισκέπτης υγείας νοσηλεύει — και το να ταυτίσετε σημασιακά τους δύο αυτούς όρους συνιστά λάθος. (Βέβαια, αν το δούμε με ανοιχτό μυαλό, και οι δύο απασχολούνται στην παροχή φροντίδας — απλώς ο πρώτος εκείνο που φροντίζει είναι το να συνταγογραφούνται τα προϊόντα του.)
Ας επιστρέψουμε όμως στο detail person, διότι (όπως φαίνεται και από τους σχετικούς ορισμούς) υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες τις οποίες θα πρέπει ακόμη να φροντίσουμε:
1. Salesperson working as a manufacturer's representative who visits the manufacturer's customers and takes care of details. A detail person's primary responsibility is to promote goodwill by making sure that the manufacturer's customer is happy with the product. He or she will suggest merchandising ideas, take orders for delivery, check on the stock, and work with the customer in any way necessary to help with the sale of the manufacturer's product.
2. Salesperson whose primary job is to increase business from current and potential customers by providing them with product information and other personal selling assistance. The detail person's task is to persuade customers to buy the company's product from the local distributor; for example, detail persons are hired by liquor companies to visit bar owners and managers, and by pharmaceutical companies to call on doctors. Also called missionary salesperson.
Ο ελληνικός όρος που έχει εδραιωθεί για την απόδοση του detail person στις φαρμακοβιομηχανίες (στη δεύτερη σημασία) είναι ιατρικός επισκέπτης. Ο όρος «ιατρικός επισκέπτης» αποτελεί ευφημισμό για τον πωλητή που επισκέπτεται γιατρούς για να προωθήσει προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας ή της εταιρείας ιατρικού εξοπλισμού για την οποία εργάζεται· δεν είναι ούτε ιατρός, αλλά ούτε και επισκέπτης υγείας. Ο ορισμός του όρου ιατρικός επισκέπτης (από εδώ): Ο ιατρικός επισκέπτης είναι υπάλληλος φαρμακευτικής βιομηχανίας ή εταιρείας που επισκέπτεται γιατρούς, οδοντογιατρούς, φαρμακοποιούς, κλινικές, νοσοκομεία, κέντρα υγείας και ασφαλιστικά ταμεία για την ενημέρωση / προώθηση των προϊόντων της εταιρείας με σκοπό να πείσει τον ιατρό να συνταγογραφήσει το φάρμακο της εταιρείας. Όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρικών Επισκεπτών (Π.Ο.Ι.Ε.-Φ.Σ.Ε.Κ.), ο ιατρικός επισκέπτης εργάζεται στην Ιατροφαρμακευτική Ενημέρωση (διάβαζε: εμπορική προώθηση ιατροφαρμακευτικών προϊόντων).
Ο επισκέπτης υγείας, από την άλλη, δεν παρέχει υπηρεσίες προώθησης ή πώλησης στην εταιρεία για λογαριασμό τής οποίας εργάζεται, αλλά αντιθέτως προσφέρει υπηρεσίες υγείας στο άτομο το οποίο επισκέπτεται· αναλυτικές πληροφορίες και η σχετική νομοθεσία βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Πανελληνίου Συλλόγου Επισκεπτών Υγείας (Π.Σ.Ε.Υ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιατρικός επισκέπτης έχει εξαρτημένη σχέση εργασίας σε φαρμακευτική εταιρεία (π.χ. βλ. τους εργοδοτικούς φορείς που αναφέρει η ΠΟΙΕ-ΦΣΕΚ· είναι η ΠΕΦ και ο ΣΦΕΕ), ενώ ο επισκέπτης υγείας απασχολείται σε ΝΠΙΔ ή είναι αυτοαπασχολούμενος (κάνει έναρξη επιτηδεύματος στη ΔΟΥ). Για τον όρο επισκέπτης υγείας ένας ικανοποιητικά αντίστοιχος βρετανικός όρος είναι το health visitor, για το οποίο διαβάζουμε στην Encarta: (U.K.) Nurse who makes home visits: a trained nurse who gives medical care and advice to people in their homes, especially to mothers of babies and young children, senior citizens, and physically challenged people. Ανάλογοι είναι και οι ορισμοί που δίνουν τα άλλα λεξικά.
Κυνικά ο διαχωρισμός είναι: ο ιατρικός επισκέπτης πουλά, ο επισκέπτης υγείας νοσηλεύει — και το να ταυτίσετε σημασιακά τους δύο αυτούς όρους συνιστά λάθος. (Βέβαια, αν το δούμε με ανοιχτό μυαλό, και οι δύο απασχολούνται στην παροχή φροντίδας — απλώς ο πρώτος εκείνο που φροντίζει είναι το να συνταγογραφούνται τα προϊόντα του.)
Ας επιστρέψουμε όμως στο detail person, διότι (όπως φαίνεται και από τους σχετικούς ορισμούς) υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες τις οποίες θα πρέπει ακόμη να φροντίσουμε:
- Κατ' αρχάς, να πιάσουμε το missionary salesperson, το οποίο είδαμε πως είναι συνώνυμο στη δεύτερη σημασία τού όρου detail person: Αποδίδεται ιεραπόστολος πωλητής (κι έτσι έχουμε και τον όρο «ιεραποστολική πώληση»), όρος για τον οποίο διαβάστε σχετικά κείμενα από το Ο.Π.Α. (http://www.executivement.aueb.gr/pdf/Avlonitis-Panagopoulos.pdf) και το ΠΑ.ΜΑΚ. (http://ba.uom.gr/mkt/eap/Andro/OSS-3/%CE%9C%CE%BF%CF%81%CF%86%CE%AD%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%84%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%B9_%CF%80%CF%89%CE%BB%CE%AE%CF%83%CE%B5%CF%89%CE%BD_2.pdf).
- Ο όρος εμπορικός επισκέπτης (ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να σχηματιστεί κατ' αναλογία προς τον όρο ιατρικός επισκέπτης με διεύρυνση της σημασίας) είναι δεσμευμένος για το αγγλ. trade visitor (σε εκθέσεις εμπορικές, κλαδικές κλπ), οπότε δεν χρησιμοποιείται για την απόδοση του detail person στη δεύτερη σημασία.
- Ο όρος εμπορικός αντιπρόσωπος (ο οποίος εκ πρώτης όψεως φαίνεται μια έντιμη προσπάθεια απόδοσης του manufacturer's representative στην πρώτη σημασία) περιγράφει κάτι το εντελώς διαφορετικό· συγκεκριμένα αποδίδει το αγγλ. commercial agent (για το οποίο βλ. π.χ. την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ στο ελληνικό και το αγγλικό κείμενο) και ορίζεται στην ελληνική νομοθεσία με πολύ συγκεκριμένο τρόπο (ΠΔ219/1991).
- Αντίθετα με τα όσα είπαμε παραπάνω για τον εμπορικό αντιπρόσωπο, ο όρος εμπορικός εκπρόσωπος χρησιμοποιείται για να καλύψει την πρώτη σημασία τού detail person (απλώς θέλει λίγο προσοχή και να θυμόμαστε: άλλο εκπρόσωπος, άλλο αντιπρόσωπος).
- Καλό είναι επίσης να είμαστε προσεκτικοί και να μην αποδίδουμε το detail person με ελληνικούς όρους οι οποίοι αφορούν άλλους τύπους πώλησης και πωλησιακού modus operandi (συμβουλευτείτε σχετικά και το προαναφερθέν κείμενο από το ΠΑΜΑΚ). Δόξα τω Θεώ οι μαρκετίστες φροντίζουν να σκαρφίζονται τουλάχιστον δύο ευφημισμούς για το καθετί, οπότε καλό είναι να ακριβολογούμε χωρίς να προδίδουμε το σκοπούμενο νόημα.
Last edited: