control [Λατ. contra, ενάντια + rotulus, μικρός τροχός] έλεγχος, ελέγχω. 1. Ρυθμίζω ή διατηρώ. 2. Μάρτυρας, ένα πρότυπο έναντι του οποίου μπορούν να ελεγχθούν παρατηρήσεις ή συμπεράσματα προκειμένου να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία τους, όπως ένα ζώο ελέγχου (π.χ., ένα το οποίο δεν έχει εκτεθεί στη θεραπεία ή στην υπό μελέτη πάθηση η οποία μελετάται στα υπόλοιπα ζώα). 3. Μάρτυρας, στις κλινικές έρευνες, ένα ερευνητικό υποκείμενο του οποίου η ηλικία, το φύλο, η φυλή, η συμπεριφορά, το βάρος ή η κατάσταση της υγείας του, ταιριάζει με όσα περισσότερα χαρακτηριστικά του υπό μελέτη πληθυσμού είναι δυνατό ή πρέπον. Όταν τα περιστατικά και οι μάρτυρες σχετίζονται στενά, η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων αυξάνει. ΣΥΝ: control group. 4. Επικυριαρχώ, εξαναγκάζω, ή επιβάλλω το χειρισμό της συμπεριφοράς άλλου ατόμου.
control group: ομάδα-μάρτυρας. Βλ.: control (3)
Πηγή: Taber's Ιατρικό-Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, 20η Έκδοση, 2007, Mendor Editions S.A.
Έντιτ: Η απόδοση μάρτυρας για το control είναι και στο ελληνικό Dorland's του '97 (με παραπλήσια επεξήγηση), άρα είναι αρκετά παλιό.