metafrasi banner

chuffed [slang]

(UK, informal/slang [1950s] ) Very pleased or delighted. E.g.:-
--England are 'chuffed to buggery because they beat France at rugby on Sunday'.
--I came top in my exams - I'm well chuffed at the result.
 

nickel

Administrator
Staff member
Νομίζω ότι το πιο χαλαρό αν και όχι αργκοτικό συνώνυμο τού «ενθουσιασμένος» που μπορώ να σκεφτώ τώρα είναι το εκστασιασμένος.
 
Top