metafrasi banner

chemical | physical stressor

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Chemical Stressor:

Hazardous substance which, when released into an environment, damages the living organisms or ecosystems or reduces their ability to cope with environmental changes.

Physical stressors (noise, thermal stress, illumination)​

Βρήκα στο γκούγκλη την απόδοση παράγοντας έντασης (από ΕΜΠ) και παράγοντας καταπόνησης (Παν. Κρήτης), ωστόσο δε βρίσκω απόδοση για τις συνάψεις που παραθέτω.

Το συγκείμενό μου είναι hazardous materials και μεταφράζω κελιά Excel, οπότε δεν έχω πολλά να σας πω... :(:(
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Σε ιατρικό κόντεξτ βρίσκω "στρεσογόνους παράγοντες", μιλώντας για χημικές ουσίες που επιδρούν στα κύτταρα.

Κάπου αλλού βρίσκω και την απόδοση "ερεθίσματα", αλλά δεν νομίζω ότι το ερέθισμα έχει απαραιτήτως βλαβερές συνέπειες, είναι μάλλον ουδέτερος όρος.

Σε κείμενο του Χημικού Τμήματος βλέπω τους εξωγενείς παράγοντες έντασης, και μιλάει ακριβώς γι' αυτό που λες κι εσύ. Δεν είμαι σίγουρη όμως ότι αυτός που το απέδωσε έτσι έκανε την καλύτερη δυνατή μετάφραση.
 

nickel

Administrator
Staff member
Αν το thermal stress είναι θερμική καταπόνηση, κλίνω υπέρ του: φυσικοί ή χημικοί παράγοντες καταπόνησης (μέχρι να δημιουργηθεί το μονολεκτικό καταπονητές).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Με τη θερμική καταπόνηση νομίζω ότι χτυπάμε φλέβα (ή κάτι άλλο)...

Άλλο πράγμα είναι η καταπόνηση υλικών λόγω θερμότητας (π.χ. ...ψαθυρότητα λόγω ψύχους και θερµική καταπόνηση...), άλλο πράγμα η καταπόνηση ανθρώπων λόγω αυξημένης θερμοκρασίας στο περιβάλλον (π.χ. ...εργασίες πού συνεπάγονται υψηλή θερμική καταπόνηση εργαζoμένων πρέπει να προγραμματίζονται σε ώρες εκτός θερμοκρασιακών αιχμών...) --όπου νομίζω ότι η χρήση δεν είναι σωστή (ή, έστω, «πολιτικά ορθή», βρε αδελφέ) και άλλη η περίπτωση εδώ (όπου έχω την αίσθηση ότι θα ήταν καλύτερη μια απόδοση με επιβαρυντικούς παράγοντες ή επιβαρυντές). Βέβαια, αν έχουν ήδη φύγει τα τρένα...
 
Top