Ο Χρυσοβιτσώτης ΣΤ' δεν το έχει. Βρήκα στο Business Dictionary τον παρακάτω ορισμό:
Value of the issued shares which have remained fully or partially unpaid, and whose holders have now been called upon to pay the balance.
Βρήκα και σε σελίδες της ΕΕ τον όρο μεταφρασμένο ως «ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο», που μου άρεσε, αλλά δεν ξέρω αν κάνει καλά που μου άρεσε, γιατί δε σκαμπάζω από οικονομικά. Εσείς τι λέτε;
Value of the issued shares which have remained fully or partially unpaid, and whose holders have now been called upon to pay the balance.
Βρήκα και σε σελίδες της ΕΕ τον όρο μεταφρασμένο ως «ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο», που μου άρεσε, αλλά δεν ξέρω αν κάνει καλά που μου άρεσε, γιατί δε σκαμπάζω από οικονομικά. Εσείς τι λέτε;