Στις αρχές του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου επιτρεπόταν ακόμα όποιος είχε στρατιωτική υποχρέωση αλλά δεν ήθελε να πάει στον πόλεμο να πληρώνει αντικαταστάτη και να τον στέλνει στη θέση του. Ο αντικαταστάστης, για να επιβραβευτεί η προθυμία του να υπηρετήσει, έπαιρνε αυτό το ποσόν, το «ρεγάλο» (bounty). Πολλοί όμως από αυτούς τους αντικαταστάτες, κακόβουλα ενεργώντας, έπαιρναν την αμοιβή και στην πρώτη ευκαρία λιποτακτούσαν. Κι όχι μόνο μία φορά, αλλά επανειλημμένα. Στρατός ολόκληρος από τέτοιους κατά συρροήν απατεώνες συνωστίζονταν στα στρατολογικά γραφεία. Τους ονόμαζαν bounty jumpers. Προς το τέλος του πολέμου καταργήθηκε το δικαίωμα πληρωμής αντικαταστάτη. Έχετε καμιά καλή ιδέα πώς να το πούμε λίγο μάγκικα; Κάτι καλύτερο δηλαδή από ένα σκέτο «απατεώνες αντικαταστάτες».
Εδώ βλέπετε bounty jumpers να τους πηγαίνουν στη φυλακή
Για τη μεταφορά στα καθ' ημάς (αν και δεν αισιοδοξώ ότι μπορεί να βοηθήσει), σας λέω ότι στα ελληνικά (μέχρι και τα ύστερα του 19ου αιώνα, που επιτρεπόταν) το ποσό που πλήρωνε ο κληρωτός στον αντικαταστάτη του, το «ρεγάλο», λεγόταν αντισήκωμα.
Εδώ βλέπετε bounty jumpers να τους πηγαίνουν στη φυλακή
Για τη μεταφορά στα καθ' ημάς (αν και δεν αισιοδοξώ ότι μπορεί να βοηθήσει), σας λέω ότι στα ελληνικά (μέχρι και τα ύστερα του 19ου αιώνα, που επιτρεπόταν) το ποσό που πλήρωνε ο κληρωτός στον αντικαταστάτη του, το «ρεγάλο», λεγόταν αντισήκωμα.