metafrasi banner

bodybulding

daeman

Administrator
Staff member
...
Ο bodybuilder όμως; Μποντιμπιλντεράς; :whistle:
Οφ κορς, για κλιτό. Και ο χτιστός, στο κατάλληλο συγκείμενο:

Λέγεται αλλιώς ο μποντιμπιλντεράς, επειδή το σώμα του είναι αποτέλεσμα χτισίματος (δηλαδή body building).

Συνώνυμα:
μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.


Επίσης, κατ' επέκταση από τον «αθλητή» του είδους, κι εκτός από τον κλασικό σωματαρά, για όλους τους φουσκωτούς:

Γιατί να λεξιπλάσει και μάλιστα τόσο άστοχα, αφού υπάρχει ο μπράβος, απορώ. Κι άλλα πολλά συνώνυμα του φουσκωτού για να φτιάξει σύνθετα, π.χ. το διαδεδομένο σφίχτερμαν (ή σφιχτερμάνος), σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, μπιλντέρι, ντουλάπας, μποντέος/μπονταίος, χτιστός, κορμαρίων και βέβαια η Κ.Δ.Ο.Α.

Και, βέβαια, η ΚΔΩΑ:
Με ωμέγα, όπως λέει και το slang.gr αλλά και εμείς. :)

Χημεία και τέρατα.


Σχετικοάσχετο: Χημεία και τέρατα - Τζίμης Πανούσης

Απ' τις οθόνες ξημερώματα
θα βγούνε κάτι εξαμβλώματα
στα σαλόνια
 
Αναλόγως τα συμφραζόμενα κ.τ.ό., προφανώς.
Υποθέτω όλοι ξέρουμε ότι το πιο απλό και σύνηθες είναι μπόντι μπίλντερ.

Στο ιατρικό βιβλίο που μεταφράζω τώρα, το έβαλα αθλητής σωματοδόμησης.
Αν μετέφραζα μυθιστόρημα, βέβαια, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα.
 

SBE

¥
Συγγνώμη ρε παιδιά, σωματοδόμηση, δηλαδή κατά λέξη απόδοση, θα είχε νόημα άμα είχε νόημα η δόμηση στην άσκηση γενικότερα.
Το ξέρω ότι είναι χαμένο το παιχνίδι κι άδικα μιλάω, αλλά στα ελλήνικός δεν χρησιμοποιούμε τη δόμηση εκτός κατασκευαστικού/ πολεοδομικού χώρου.
Πώς θα μεταφράσουμε το to build strength; Να δομήσει κανείς τη δύναμή του; Δε νομίζω.
Απ'το ιντερνετολεξικό:
build: to develop according to a systematic plan, by a definite process, or on a particular base
Αυτό εγώ θα το έλεγα κοινώς κατασκευάζω. Και πιο συγκεκριμένα, διαπλάθω.
Που μας πάει και στο ουσιαστικό build : the shape and size of a person's body η διάπλαση του σώματος.


Αυτά. Δεν προσπαθώ να αλλάξω παγιωμένες εκφράσεις, απλά επισημαίνω ότι δεν μου ακούγεται καλά.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Αυτό εγώ θα το ελεγα κοινώς κατασκευάζω. Και πιο συγκεκριμένα, διαπλάθω.
Που μας πάει και στο ουσιαστικό build : the shape and size of a person's body η διάπλαση του σώματος.

Αυτά. Δεν προσπαθώ να αλλάξω παγιωμενες εκφράσεις, απλά επισημαίνω ότι δεν μου ακούγεται καλά.

Συμφωνώ για τη σωματοδόμηση (—) και τη διάπλαση (+).

Η σωματοδιάπλαση πάντως έχει μερικά σχετικά ευρήματα, ελάχιστα όμως, π.χ. εκεί:

Η προσπάθεια του ανθρώπου για τέλειο σώμα: Η σωματοδιάπλαση (Bodybuilding)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Το ξέρω ότι είναι χαμένο το παιχνίδι κι άδικα μιλάω, αλλά στα ελλήνικός δεν χρησιμοποιούμε τη δόμηση εκτός κατασκευαστικού/ πολεοδομικού χώρου.
Δόμηση της προσωπικότητας, και πολύ περισσότερα με την οικοδόμηση (εμπιστοσύνης, αξιών κλπ).
 
Η "σωματική διάπλαση" είναι αμφιλεγόμενη, επειδή παραδοσιακά σήμαινε περισσότερο κατάσταση παρά ενέργεια (π.χ. Δεν τον βοηθάει η σωματική του διάπλαση για να γίνει...). Επομένως, θεωρώ εύλογο το "χτίσιμο σώματος" του Άζι στο #3, το "χτιστός" που αναφέρει ο Δαεμάνος στο #4 και τη "σωματοδόμηση" σαν κυριλέ αντικαθρέφτισμά τους. Φυσικά, εκείνο που θα πλειοψηφεί στη χρήση θα είναι πάντα το μπόντι-μπίλντινγκ και ο μποντιμπιλντεράς ή μποντιμπιλντάς.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ίσως σε άλλους καιρούς να το εξελληνίζαμε με περισσότερη ευστοχία σε βοδιβιλδεράς. :-)
 

SBE

¥
bull-lifting-dumbbell-17050662.jpg

Βόδι- βιλδεράς;
 
Top