Να βάλω πρώτα το λήμμα του Παπυρολεξικού για τον
υπερβόρειο.
υπερβόρειος
-α, -ο / ὑπερβόρειος, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. υπερβόρεος, -έη, -ον, Α· (νεοελλ.) αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη τής Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή»)· || (αρχ.) 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία τού Απόλλωνος· 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Ὑπερβόρε(ι)οι· (μυθ.) οι κάτοικοι μιας χώρας παραδείσιας, πέρα από τον Βορρά, όπου είχε την κατοικία του και ο Βορέας, οι οποίοι συνδέθηκαν με τη λατρεία τού Απόλλωνος στους Δελφούς και στη Δήλο· 3. (φρ.) «υπερβόρειος ωκεανός»· οι θάλασσες στα βόρεια τής Ευρώπης, πέρα από την Γερμανία και την Σουηδία, στις ακτές τών οποίων κατοικούσαν οι Υπερβόρειοι.
Και:
http://en.wikipedia.org/wiki/Abaris_the_Hyperborean