Βασει του ορισμού που βρήκα στο answers.com, θα έλεγα «είναι υπεράνω συγκρίσεων», «εκτός συναγωνισμού» ή κάτι συνώνυμο.
Beggar: To exceed the limits, resources, or capabilities of: beauty that beggars description
(Στην αρχή σκέφτηκα μήπως είναι beg αντί για beggar, να πω την αμαρτία μου. Beg:To take for granted without proof: beg the point in a dispute.)