metafrasi banner

addressable spend

Καλησπέρα. Απ' ό,τι έχω καταλάβει, addressable spend είναι οι δαπάνες που επιδέχονται μείωση μέσω της εξωτερικής ανάθεσης/ανάθεσης σε προμηθευτή κτλ.
Καμιά ιδέα; Ευχαριστώ!
 

nickel

Administrator
Staff member
Κάτι σαν βελτιστοποιήσιμες δαπάνες (εξορθολογίσιμες;). (Το «ελαστικές δαπάνες» είναι παραπλανητικό.) Αλλά ίσως αξίζει να το γράψεις με κάποια ερμηνευτική φλυαρία.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Θα έγραφε κανείς σας συμπιέσιμες δαπάνες συμπιεστές δαπάνες);
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
(Δεν υπάρχει και στο αγγλικό, βέβαια) αλλά νομίζω ότι ένα κρίσιμο συστατικό του όρου (θα έπρεπε να) είναι και η εξωτερική ανάθεση. Δυστυχώς, δεν μπορώ από χτες να σκεφτώ κάτι καλύτερο από τις ιδέες του Νίκελ (και η πρόταση του Ζαζ νομίζω ότι είναι στις ίδιες γραμμές).
 
Συμφωνώ απόλυτα για την εξωτερική ανάθεση, Ντοκ! Εδιτ: Πχ στο κείμενό μου, που είναι πολιτική αγορών ομίλου, μιλάει για addressable spend σαν να αναφέρεται απλώς δαπάνες αγορών μέσω εξωπορισμού/εξωτερικής ανάθεσης/προμηθευτών. Και κάνει περαιτέρω τον διαχωρισμό "procurement addressable spend" και "non-procurement addressable spend", μεταξύ δηλαδή των δαπανών εξωπορισμού που δεν εμπίπτουν στις προμήθειες (και άρα δεν υπόκεινται στη διαχείριση του τμήματος προμηθειών) και των δαπανών εξωπορισμού που εμπίπτουν στις προμήθειες, και άρα υπόκεινται στη διαχείριση του τμήματος προμηθειών. Αυτά ως παράδειγμα. Υποθέτω ότι η βασική διάκριση είναι μεταξύ του εσωτερικού κόστους της επιχείρησης (πάγια, προσωπικό, κτλ.) που, αν δεν αλλάξει κάτι στους παραγωγικούς συντελεστές, δεν μεταβάλλεται, και του εξωτερικού κόστους, (εξωπορισμός/εξωτερική ανάθεση) που μπορεί να μεταβληθεί σχετικά εύκολα με την αλλαγή προμηθευτή, ας πούμε. Χοντρικά.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Χαχα, Όλι! Να την η ιδέα: Εξωπορίσιμες δαπάνες --και εξωπορίσιμες (δαπάνες) προμηθειών / εξωπορίσιμες (δαπάνες) πλην προμηθειών).
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρες. Ελάχιστα διάβασα χτες, αλλά έφτανε για να καταλάβω ότι υπάρχει κάποια ασάφεια για το θέμα. Γλωσσικά βέβαια σημαίνει «δαπάνες για τις οποίες μπορείς να κάνεις κάτι» (από εκεί μου ήρθε το «ελαστικές») και, αν ήταν μόνο εξωπορίσιμες, θα το λέγανε outsourceable spend. Αν ωστόσο είναι βέβαιο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά τέτοιες δυνατότητες, γιατί όχι;

Να διασωθεί οπωσδήποτε η πρωτιά:

outsourceable = εξωπορίσιμος



 
Top