aborigine /abəˈrɪdʒɪniː/
noun
• a person, animal, or plant that has been in a country or region from earliest times.
• (Aborigine) an aboriginal inhabitant of Australia.
Origin:
mid 19th century: back-formation from the 16th-century plural aborigines ‘original inhabitants’ (in classical times referring to those of Italy and Greece), from the Latin phrase ab origine ‘from the beginning’
Both Aboriginal and Aborigine may be used as nouns referring to a member of an Australian Aboriginal people, but Aborigine is the commoner and is often preferred, especially in the plural.
http://oxforddictionaries.com/definition/english/aborigine?q=aborigines
Στα λεξικά δεν βρίσκω λήμμα για τους Αβορίγινες, αλλά έχει το ΛΝΕΓ λήμμα για τη λατινική έκφραση ab origine, όπου διαβάζουμε (στην ετυμολογική σημείωση): «Στη φράση ab origine [«από τη γένεσή του, από την αρχή»] οφείλεται και η ονομασία Αβορίγινες (<Aborigines) των αρχ. κατοίκων της Ιταλίας, που σήμερα χρησιμοποιείται γενικά για να δηλώσει τους πρώτους αυτόχθονες κατοίκους μιας χώρας λ.χ. της Αυστραλίας)].»
Τα ευρήματα στο διαδίκτυο είναι πάμπολλα:
ο Αβορίγινας
οι Αβορίγινες
Όταν θα λύσουμε όλα τα προβλήματα με τα θηλυκά μας (τα γλωσσικά — για τα άλλα δεν υπάρχει λύση), ας δούμε κι αυτή την περίπτωση (Βήμα):
Αβορίγινας μαθήτρια αρίστευσε στα Νέα Ελληνικά
Εγώ θα έλεγα Αβορίγινη, και έχω και καμιά εικοσαριά άλλους που συμφωνούν.
noun
• a person, animal, or plant that has been in a country or region from earliest times.
• (Aborigine) an aboriginal inhabitant of Australia.
Origin:
mid 19th century: back-formation from the 16th-century plural aborigines ‘original inhabitants’ (in classical times referring to those of Italy and Greece), from the Latin phrase ab origine ‘from the beginning’
Both Aboriginal and Aborigine may be used as nouns referring to a member of an Australian Aboriginal people, but Aborigine is the commoner and is often preferred, especially in the plural.
http://oxforddictionaries.com/definition/english/aborigine?q=aborigines
Στα λεξικά δεν βρίσκω λήμμα για τους Αβορίγινες, αλλά έχει το ΛΝΕΓ λήμμα για τη λατινική έκφραση ab origine, όπου διαβάζουμε (στην ετυμολογική σημείωση): «Στη φράση ab origine [«από τη γένεσή του, από την αρχή»] οφείλεται και η ονομασία Αβορίγινες (<Aborigines) των αρχ. κατοίκων της Ιταλίας, που σήμερα χρησιμοποιείται γενικά για να δηλώσει τους πρώτους αυτόχθονες κατοίκους μιας χώρας λ.χ. της Αυστραλίας)].»
Τα ευρήματα στο διαδίκτυο είναι πάμπολλα:
ο Αβορίγινας
οι Αβορίγινες
Όταν θα λύσουμε όλα τα προβλήματα με τα θηλυκά μας (τα γλωσσικά — για τα άλλα δεν υπάρχει λύση), ας δούμε κι αυτή την περίπτωση (Βήμα):
Αβορίγινας μαθήτρια αρίστευσε στα Νέα Ελληνικά
Εγώ θα έλεγα Αβορίγινη, και έχω και καμιά εικοσαριά άλλους που συμφωνούν.