metafrasi banner

a try-hard

Tryhard (Urban Dictionary)
'A Tryhard is someone who tries too hard to be included in a group of people.
Someone that will copy anything someone else does / something other people in a group do, listen to, act like, or look like, to become accepted in the group.
--Alec is such a tryhard, all of the bands he listens to, he gets off us; he can't get his own life. '
Is there a Greek equivalent?
 

daeman

Administrator
Staff member
Κανένα από αυτά που σκέφτηκα δεν περιέχει την υπερπροσπάθεια του ατόμου να ενταχθεί σε μια ομάδα και πολλά μου φαίνονται παραπλήσια, όχι ακριβώς στον στόχο, αλλά τα καταθέτω μήπως χρησιμέψουν στους επόμενους:
Της προσκολλήσεως, βδέλλα (σημ. 2, social leech), κολλητήρι (σημ. 2), τσιμπούρι, κολλητσίδας, κολαούζος (σημ. 2), φορτικός.
 
Να προσθέσω το σπαστικός (annoying), ανύπαρκτος (slang: one who has no life / who is worthless / who is annoying like hell), πιθήκι (slang: a copycat).
 

nickel

Administrator
Staff member
Εγώ προτιμώ τα:
λιγούρης
(ΛΝΕΓ σημασία 2: «αυτός που επιθυμεί σφοδρά (κάτι/κάποιον) και συμπεριφέρεται αναξιοπρεπώς μπροστά στο αντικείμενο τής επιθυμίας του»)
Ίσως και:
χλιμίτζουρας
 

daeman

Administrator
Staff member
Για τον χλιμίτζουρα έχω μια ένσταση - παρ' όλο που κι εγώ δεν έχω την παραμικρή βεβαιότητα τι σημαίνει - την οποία ένσταση βασίζω στα λόγια ενός Δάσκαλου που εμπιστεύομαι. Τα βρήκα κάπου αλλού, αλλά λίνκι δεν βάζω, anotherforum γαρ:

Άλλος μας λέει ότι είναι ο χαζόβλακας, άλλος ο σαβουρογάμης, άλλος ο φτηνιάρης, άλλος ο μπατίρης (όλα αυτά από χρήσεις στο διαδίκτυο), άλλος "ασήμαντο άτομο, χωρίς κοινωνική υπόσταση" (Λεξικό της πιάτσας), άλλος "ο γελοίος, ο σαχλός" (Το αλφαβητάρι της γλώσσας των νέων).

Προέλευση δεν βρίσκω πουθενά και ενδεχομένως είναι μια από τις εντελώς φτιαχτές λέξεις, εμπνεύσεις της στιγμής που σκαρώνουν οι νέοι στην καφετέρια και, αν είναι πετυχημένες, έχουν και την απαραίτητη διάδοση. Το βέβαιο είναι ότι η λέξη έχει απαξιωτική σημασία και ο ήχος της βοηθάει σ' αυτό.
 

surfmadpig

New member
Εγώ θα επικεντρώσω στην υπερπροσπάθεια για ομοιότητα και θα πω δήθεν ή πόζερος/ποζεράς.

Διότι δεν έχουμε κάποιον που απαραίτητα καλοπιάνει ή γλύφει ή πρήζει τους άλλους για να τον συμπεριλαμβάνουν στην παρέα, αλλά κάποιον που πχ. από τη μια μέρα στην άλλη αλλάζει εντελώς το ντύσιμό του και κάνει 50 εκατοστά μοϊκάνα για να τον πάρουν για δικό τους οι πάνκηδες, ή την εν λόγω κοπελιά:

 

cougr

¥
Σε ορισμένες περιπτώσεις παίζουν (excuse the pun) και τα ακόλουθα:-

α) το παίζει ντεμέκ:

...σαν αυτούς τους μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

β) Ο μούφας:

Κυριολεκτικά στον αντίποδα της καουμπόικης μπότας, βρίσκεται εκείνος που ψώνισε πατούμενο από τους κράχτες στο Μοναστηράκι. Ο μούφας, ο ψευτο-καουμπόης: ο δήθεν άντρας, αυτός που γεμίζει με άχυρο τα πανταλόνια που φοράει, μιμείται μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας το πρωτότυπο που ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ρίξει στάχτη στα μάτια των ανυποψίαστων και να τον χρίσουν σερίφη και σωτήρα της πόλης τους από τους σκληρούς παρανόμους.
 

Cadmian

New member
Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και το ελληνικότατο φέικ.
 
Top