Σε όλα τα αγγλοελληνικά λεξικά που κοίταξα το ρήμα humble σημαίνει ταπεινώνω (και εξευτελίζω) και το επίθετο humbling, ταπεινωτικός (και εξευτελιστικός).
Καιρός είναι να εμπλουτίσουμε τα λεξικά μας, μια και είναι κάπως διαφορετική η κύρια σημασία των λέξεων:
Προτιμώ τους παρακάτω πιο σαφείς ορισμούς:
Πιο πλούσιο το λήμμα στο Longman, αλλά ίδιος ο πρώτος ορισμός:
Αυτό που λέγεται humbling experience έχει θετικό ρόλο, διδακτικό. Σε βοηθά να αντιληφθείς τη μικρότητά σου. Σου ξεφουσκώνει τον εγωισμό. Σε προσγειώνει, σε κατεβάζει από τα σύννεφα. Σε ωριμάζει.
Πώς θα το μεταφράζατε; Και ποιες άλλες προτάσεις έχετε για αυτή τη σημασία;
Ελεήστε τον πτωχό! (I’ve just had a look at my bank statement, which was quite a humbling experience.)
Καιρός είναι να εμπλουτίσουμε τα λεξικά μας, μια και είναι κάπως διαφορετική η κύρια σημασία των λέξεων:
humble verb 1. cause (someone) to feel less important or proud: he was humbled by his many ordeals. 2. decisively defeat (a sporting opponent previously thought to be superior). (ODE)
Προτιμώ τους παρακάτω πιο σαφείς ορισμούς:
humbling causing awareness of your shortcomings: Golf is a humbling game. (Wordnet)
— making you realize that you are not as important, good, intelligent, etc. as you thought (Macmillan)
— making you realize that you are not as important, good, intelligent, etc. as you thought (Macmillan)
Πιο πλούσιο το λήμμα στο Longman, αλλά ίδιος ο πρώτος ορισμός:
be humbled: if you are humbled, you realize that you are not as important, good, kind etc as you thought you were: You can't help but be humbled when you enter this cathedral.
humble [transitive] to easily defeat someone who is much stronger than you are: The mighty U.S. army was humbled by a small South East Asian country.
humble yourself: to show that you are not too proud to ask for something, admit you are wrong etc: I knew he had humbled himself to ask for my help.
Για την πρώτη σημασία, δεν είναι ίδιο το δικό μας ταπεινωτικός (που αντιστοιχεί στο humiliating): humble [transitive] to easily defeat someone who is much stronger than you are: The mighty U.S. army was humbled by a small South East Asian country.
humble yourself: to show that you are not too proud to ask for something, admit you are wrong etc: I knew he had humbled himself to ask for my help.
ταπεινωτικός: που ταπεινώνει, που εξευτελίζει: Οι όροι της ειρήνης ήταν ταπεινωτικοί για τους νικημένους. Ταπεινωτική δουλειά / διαγωγή / συμπεριφορά. || Είναι ταπεινωτικό να κολακεύεις τους δυνατούς. (ΛΚΝ)
Αυτό που λέγεται humbling experience έχει θετικό ρόλο, διδακτικό. Σε βοηθά να αντιληφθείς τη μικρότητά σου. Σου ξεφουσκώνει τον εγωισμό. Σε προσγειώνει, σε κατεβάζει από τα σύννεφα. Σε ωριμάζει.
Πώς θα το μεταφράζατε; Και ποιες άλλες προτάσεις έχετε για αυτή τη σημασία;
Ελεήστε τον πτωχό! (I’ve just had a look at my bank statement, which was quite a humbling experience.)
Last edited: