ψάχνω ή ψάχνομαι;

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ψάχνομαι για σύστημα φιλτραρίσματος νερού για το σπίτι.
Ψάχνομαι για δεύτερη κιθάρα.
Ψάχνομαι για λάπτοπ.
Έχω δίπλωμα Α1 και ψάχνομαι για moto.

Και λοιπά, και λοιπά. Πότε αντικαταστάθηκε λοιπόν το "ψάχνω" με το "ψάχνομαι"; Αν μου πει κάποιος "Ψάχνομαι για λάπτοπ", θα του απαντήσω, "Μεγάλε, ψάξε σ' όλες τις τσέπες σου, κάπου θα έχει παραπέσει". Όσο γι' αυτόν που ψάχνεται για να βρει τη μοτοσικλέτα, μάλλον θα έχει πολύ μεγάλες τσέπες. Αλλά, άνευ πλάκας, έχει παγιωθεί, κι ας μην το λέει κανένας άνθρωπος που ξέρει δυο γράμματα.

Σύμφωνα με το ΛΚΝ, το ψάχνομαι σημαίνει ΜΟΝΟ ψάχνω τις τσέπες μου ή προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις βαθύτερες επιθυμίες μου ή ν' αποφασίσω την πορεία μου στη ζωή. Δεν σημαίνει ερευνώ την αγορά για να αγοράσω μηχανάκι ή φίλτρο νερού.

ψάχνω -ομαι στις σημ. 4, 5 Ρ αόρ. έψαξα, απαρέμφ. ψάξει, παθ. αόρ. ψάχτηκα, απαρέμφ. ψαχτεί, μππ. ψαγμένος :

1α. ερευνώ, εξετάζω ένα χώρο για να βρω κτ.: ~ κάπου. ~ ένα χώρο. ~ σ΄ ένα χώρο. Έψαξα παντού αλλά δε βρήκα τίποτα. Έψαχνε μέσα σ΄ ένα σωρό παλιά χαρτιά να βρει το γράμμα. Άρχισε να ψάχνει ένα ένα τα συρτάρια. Ψάξε κι άλλο· είμαι σίγουρος πως κάπου εδώ το έχει κρύψει. ~ τις / στις τσέπες μου, για να δω αν έχω χρήματα.
β. αναζητώ κτ. στο κατάλληλο μέρος, σημείο: ~ στο λεξικό, για να μάθω την ορθογραφία μιας λέξης. Θα ψάξω στην εγκυκλοπαίδεια για να βρω πληροφορίες για τον Kαβάφη.
2α. προσπα θώ να βρω κτ.: ~ να βρω κτ. για να το αγοράσω. Mην ψάχνετε άδικα· το φάρμακο που ζητάτε έχει από καιρό αποσυρθεί από την κυκλοφορία. ~ για σπίτι, ξέρεις να πουλιέται ή να νοικιάζεται κανένα; ~ να βρω λύση. ~ να βρω το δρόμο μου. ~ να βρω παρηγοριά. ~ για δουλειά. Tι ψάχνεις; ΦΡ ~ / γυρεύω ψύλλους* στ΄ άχυρα. ~ κτ. / κπ. με το κερί*. ~ κτ. / κπ. με το τουφέκι*. ~ με το φανάρι*.
β. προσπαθώ να βρω ένα πρόσωπο κατάλ ληλο για ένα ρόλο, μια δουλειά κτλ.: ~ για βοηθό / για συνέταιρο. ~ να βρω τεχνίτη. ~ για παρέα / για κορόιδα / για οπαδούς.
3. (για πρόσ.) α. προσπαθώ να βρω, να συναντήσω κπ.· αναζητώ, γυρεύω: Πού ήσουν χτες; Tην έψαχνε μέσα στο πλήθος. Σ΄ έψαχνα όλη μέρα, αλλά δε σε βρήκα πουθενά. || Tους ψάχνει η αστυνομία, τους καταζητεί.
β. κάνω σε κπ. σωματική έρευνα: Δεν έχω καθόλου χρήματα επάνω μου· αν δε με πιστεύεις, να, ψάξε με.

4. (παθ.) ψάχνω τις τσέπες μου, τα ρούχα που φορώ: Kαι για να μας πείσει πως από αφηρημάδα μόνο δεν έφερε τα χρήματα, συνέχισε να ψάχνεται. Ψάχτηκε για άλλη μια φορά, πριν σιγουρευτεί ότι είχε χάσει το πορτοφόλι του.
5. (παθ., οικ.) προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις βαθύτερες επιθυμίες μου, προσπαθώ να αποφασίσω την πορεία που θα ακολουθήσω στη ζωή: Έγινε τριάντα χρονών κι ακόμα ψάχνεται.
 
Η χρήση του ψάχνομαι με αυτή τη σημασία είναι αργκό και συνδυάζει τόσο τις παραδοσιακές σημασίες του ψάχνω (όπως τις παραθέτεις παραπάνω), όσο και τη σημασία του "προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις βαθύτερες επιθυμίες μου". Όταν ο άλλος λέει ότι ψάχνεται για λάπτοπ ή για δεύτερη κιθάρα, προφανώς εννοεί ότι σκέφτεται να αγοράσει λάπτοπ, αλλά δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει και τι να πάρει μέσα στον κυκεώνα των επιλογών. Γι' αυτό λένε ότι το shopping είναι therapy. Για να καταλήξεις στη σωστή επιλογή, πρέπει να κάνεις πρώτα ψυχανάλυση!
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Συμφωνώ με την ενόχληση της Άλεξ, αλλά και με την παρατήρηση του Αμβρόσιου για χρήση σλανγκ, που επιβεβαιώνεται και από τα περιεχόμενα στο σχετικό λήμμα «ψάχνομαι» στο slang.gr.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Δεν έχω αντίρρηση για την σλανγκ έννοια του "ψάχνομαι", όταν θέλει όντως να πει ότι δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει και ψάχνεται μέχρι να αποφασίσει. Το πρόβλημά μου είναι όταν έχει αντικαταστήσει πλήρως το "ψάχνω". Είδα στην τηλεόραση έναν τύπο να λέει ότι ψάχνει για δουλειά και δεν βρίσκει, και είπε "ψάχνομαι".
 
Top