And the scene is not suitable for any lampoon.
φουστάνι το [fustáni] Ο44 : 1. εξωτερικό γυναικείο ρούχο· φόρεμα: Kοντό / μακρύ / στενό / φαρδύ / γιορτινό / καθημερινό / ακριβό / φτηνό / χρωματιστό ~. Δεν είσαι άντρας εσύ, να βάλεις φουστάνια! (έκφρ.) είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ κάποιας, για άντρα εξαρτημένο και άβουλο: Είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ της μάνας του / της γυναίκας του