φοιτητοπατέρας (ο) 1. (κυρ. ειρων.) καθηγητής που επιδιώκει να έχει καλές σχέσεις με τους φοιτητές και να είναι αρεστός σε αυτούς 2. (κακόσ.) συνδικαλιστής φοιτητής που ασχολείται συνεχώς με τον συνδικαλισμό (εις βάρος των σπουδών του) ή προσπαθεί να καθοδηγήσει τους συμφοιτητές του.
(ΛΝΕΓ)
Έλεγα να ψάξουμε το αγγλικό για το δεύτερο, ιδίως το δεύτερο του δεύτερου («προσπαθεί να καθοδηγήσει τους συμφοιτητές του»), αρχίζοντας με κάτι σαν student union leader ή student union professional, που δεν έχουν την ίδια χροιά.
Το μόνο λεξικό που έχει κάτι, το Κοραής, λέει (αλλά δεν με καλύπτει):
(προφ/υποτμ) • φοιτητής που ασχολείται με το συνδικαλισμό παραμελώντας τις σπουδές του = student who puts union activities before his studies
(ΛΝΕΓ)
Έλεγα να ψάξουμε το αγγλικό για το δεύτερο, ιδίως το δεύτερο του δεύτερου («προσπαθεί να καθοδηγήσει τους συμφοιτητές του»), αρχίζοντας με κάτι σαν student union leader ή student union professional, που δεν έχουν την ίδια χροιά.
Το μόνο λεξικό που έχει κάτι, το Κοραής, λέει (αλλά δεν με καλύπτει):
(προφ/υποτμ) • φοιτητής που ασχολείται με το συνδικαλισμό παραμελώντας τις σπουδές του = student who puts union activities before his studies