Λέμε ότι ακούστηκαν τρανταχτά γέλια (δηλ. δυνατά, που τραντάζουν), με το σκάνδαλο συνδέθηκαν διάφορα τρανταχτά ονόματα (=σπουδαία, πασίγνωστα), κάποιος έκανε στο εξωτερικό τρανταχτή περιουσία (=εντυπωσιακή), αλλά τα επιχειρήματα και οι αποδείξεις είναι τρανταχτά ή ατράνταχτα;
Το ΠαπΛεξ μιλάει για τρανταχτό επιχείρημα (=πολύ ισχυρό), το ΛΝΕΓ για τρανταχτό επιχείρημα / απόδειξη (=πολύ ισχυρός ή προφανής). Βεβαίως, έχουν και το ατράνταχτος:
Άρα, σαν να μην έφτανε η τρανταχτή απόδειξη, έχουμε και ατράνταχτη περιουσία κατά ΠαπΛεξ;
Το ΛΚΝ έχει άλλο μίγμα: δεν έχει ατράνταχτες αποδείξεις, αλλά έχει κι αυτό ατράνταχτη προίκα.
Περιγράφουν τα καλά λεξικά τη χρήση, ακόμα κι αν είναι (τουλάχιστον) περίεργη, αλλά ας συμφωνήσουν σε μια πληρέστερη κάλυψη, όχι ο καθένας το δικό του. Εγώ πάλι, όπως καταλάβατε, προτιμώ την περιουσία να είναι τρανταχτή και τις αποδείξεις να είναι ατράνταχτες. Στη δεύτερη περίπτωση, η χρήση κλίνει σαφώς προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά είναι μερικές χιλιάδες τα παραδείγματα χρήσης με τρανταχτές αποδείξεις.
Το ΠαπΛεξ μιλάει για τρανταχτό επιχείρημα (=πολύ ισχυρό), το ΛΝΕΓ για τρανταχτό επιχείρημα / απόδειξη (=πολύ ισχυρός ή προφανής). Βεβαίως, έχουν και το ατράνταχτος:
ατράνταχτος -η, -ο·1. ακλόνητος, αμετακίνητος, στερεός· 2. ακράδαντος, αδιάσειστος («ατράνταχτα επιχειρήματα»)· 3. (για πράγματα) τρανός, επιβλητικός, τεράστιος («ατράνταχτη προίκα, περιουσία»). (ΠαπΛεξ)
ατράνταχτος, -η, -ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να τρανταχτεί ΣΥΝ. αδόνητος, άσειστος 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, να ανατραπεί' ακλόνητος: ~ άλλοθι / επιχείρημα / ατού / πειστήριο / απόδειξη / πίστη. ΑΝΤ. σαθρός, ασταθής. (ΛΝΕΓ)
ατράνταχτος, -η, -ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να τρανταχτεί ΣΥΝ. αδόνητος, άσειστος 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, να ανατραπεί' ακλόνητος: ~ άλλοθι / επιχείρημα / ατού / πειστήριο / απόδειξη / πίστη. ΑΝΤ. σαθρός, ασταθής. (ΛΝΕΓ)
Άρα, σαν να μην έφτανε η τρανταχτή απόδειξη, έχουμε και ατράνταχτη περιουσία κατά ΠαπΛεξ;
Το ΛΚΝ έχει άλλο μίγμα: δεν έχει ατράνταχτες αποδείξεις, αλλά έχει κι αυτό ατράνταχτη προίκα.
τρανταχτός -ή -ό : 1. που τραντάζει, συνήθ. για πολύ δυνατά γέλια: Ακούστηκαν τρανταχτά γέλια. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ μεγάλο, σπουδαίο: Τρανταχτή περιουσία. Τρανταχτά ονόματα, μεγάλες προσωπικότητες. Επιστήμονας με τρανταχτό έργο.
ατράνταχτος -η -ο & ατράντακτος -η -ο : 1. που δεν μπορούν να τον κλονίσουν. α. (κυρ.) Ατράνταχτο σπίτι / γιοφύρι. β. (μτφ.) ακλόνητος, αδιάσειστος: Ατράνταχτα επιχειρήματα. Ατράνταχτες αλήθειες. 2. (για περιουσία κτλ.) πολύ μεγάλος σε ποσότητα: Ατράνταχτη προίκα. Ατράνταχτο βιος.
ατράνταχτος -η -ο & ατράντακτος -η -ο : 1. που δεν μπορούν να τον κλονίσουν. α. (κυρ.) Ατράνταχτο σπίτι / γιοφύρι. β. (μτφ.) ακλόνητος, αδιάσειστος: Ατράνταχτα επιχειρήματα. Ατράνταχτες αλήθειες. 2. (για περιουσία κτλ.) πολύ μεγάλος σε ποσότητα: Ατράνταχτη προίκα. Ατράνταχτο βιος.
Περιγράφουν τα καλά λεξικά τη χρήση, ακόμα κι αν είναι (τουλάχιστον) περίεργη, αλλά ας συμφωνήσουν σε μια πληρέστερη κάλυψη, όχι ο καθένας το δικό του. Εγώ πάλι, όπως καταλάβατε, προτιμώ την περιουσία να είναι τρανταχτή και τις αποδείξεις να είναι ατράνταχτες. Στη δεύτερη περίπτωση, η χρήση κλίνει σαφώς προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά είναι μερικές χιλιάδες τα παραδείγματα χρήσης με τρανταχτές αποδείξεις.